Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀφίκετο

См. также в других словарях:

  • ἀφίκετο — ἀφί̱κετο , ἀφικνέομαι arrive at aor ind mid 3rd sg ἀφικνέομαι arrive at aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cursus publicus — The cursus publicus (Greek: δημόσιος δρόμος, public road/course ) was the state run courier and transportation service of the Roman Empire, later inherited by the Byzantine Empire. It was created by Emperor Augustus to transport messages,… …   Wikipedia

  • SALOMON — I. SALOMON Abbas S. Gallensis, dein Episcopus Constantiensis stirpe, pietate, doctrinâ clarus. Quaedam versibus composuit. Obiit. A. C. 919. Canis. t. 1. Ant. Lect. Trithem. de Vir. Ill. Germ. Herm. Contr. in Chron. II. SALOMON Dux minoris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατηγορούμενο — το 1. όνομα ή άλλο μέρος τού λόγου ή φράση ή και ολόκληρη πρόταση που αποδίδουν μιαν ιδιότητα στο υποκείμενο προτάσεως με τη μεσολάβηση ενός συνδετικού ρήματος, αυτό που λέγεται για το υποκείμενο π.χ. «τὸ λακωνίζειν ἐστὶ φιλοσοφεῑν», «ο γιος μου… …   Dictionary of Greek

  • σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… …   Dictionary of Greek

  • Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… …   Dictionary of Greek

  • ἀφίκεθ' — ἀ̱φίκετε , ἀφίζω rise from one s seat plup ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀ̱φίκετε , ἀφίζω rise from one s seat perf imperat act 2nd pl (doric aeolic) ἀφί̱κετο , ἀφικνέομαι arrive at aor ind mid 3rd sg ἀφίκετε , ἀφικνέομαι arrive at aor imperat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφίκετ' — ἀ̱φίκετε , ἀφίζω rise from one s seat plup ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀ̱φίκετε , ἀφίζω rise from one s seat perf imperat act 2nd pl (doric aeolic) ἀφί̱κετο , ἀφικνέομαι arrive at aor ind mid 3rd sg ἀφίκετε , ἀφικνέομαι arrive at aor imperat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»