Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀτλητῶ

См. также в других словарях:

  • ατλητώ — ἀτλητῶ ( έω) (Α) [άτλητος] φρ. «πάρειμι ἀτλητῶν» ήρθα μη μπορώντας να ανεχθώ την αδικία που μου έγινε (Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ἀτλητῶ — ἀτλητέω to be impatient pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀτλητέω to be impatient pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτλήτῳ — ἄτλητος not to be borne masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»