-
1 αἰνο-παθής
αἰνο-παθής, ές, schreckliches duldend, Od. 18, 201 ( ἅπαξ εἰρημ.).
-
2 αἰνοπαθής
αἰνο-πᾰθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰνοπαθής
-
3 αἰνοπαθής
αἰνο-παθής ( πάσχω): dire-suffering, ‘poor sufferer,’ Od. 18.201†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰνοπαθής
-
4 αἰνοπαθής
-
5 αινοπαθης
-
6 πένθος
A grief, sorrow, Il.11.658, etc.; τινος for one, Od. 18.324, etc.;π. ἄλαστον ἔχουσα Il.24.105
;π. λαγχάνειν S.Fr. 659
; Τρῶας λάβε π. Il.16.548, etc. ;μέγα π. Ἀχαιίδα γαῖαν ἱκάνει 1.254
, etc.; ;θυμὸς ἐτείρετο π. λυγρῷ 22.242
, etc.2 esp. of grief for the dead, mourning,τοκεῦσι γόον καὶ π. ἔθηκας 17.37
;παιδὸς γάρ οἱ ἄλαστον ἐνὶ φρεσὶ π. ἔκειτο Od.24.423
;Σάρδεσι π. παρασχών A.Pers. 322
;δμῳαῖς προθήσειν π. οἰκεῖον στένειν S.Ant. 1249
; π. ποιήσασθαι make a public mourning, Hdt.2.1 ; soπ. προεθήκαντο Id.6.21
;π. τίθεται Id.2.46
;π. τινὸς κοινοῦσθαι E.Alc. 426
; ἐν πένθει [εἶναι] S.El. 290, 847(lyr.) ;πολὺ π. ἦν κατὰ τὸ στράτευμα X. HG4.5.10
;π. λιπεῖν IG3.1311
; π. λύεσθαι, ἀποθέσθαι, Plu.Fab. 18, Alex.75 : in pl., Pi.I.8(7).6, Fr. 154, A.Ch. 333(lyr.), Pl.R. 395e, Arist. Rh. 1370b25, etc.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский