-
41 ἄτη
Grammatical information: f.Meaning: `damage, guilt, bewilderment' (Il.), `fine' (Gortyn).Derivatives: ἀτηρός `blinded, bringing ruin' (Thgn.); ἀτάομαι ( ἀϜατάομαι, s. below) `suffer, get damage' (S.) `be fined' (Gortyn, Gytheion).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From ἀϜάτη, as appears from αὑάτα (Alc.) and denom. ἀϜατᾶται (Gytheion); also ἀγατᾶσθαι [= ἀϜα-] βλάπτεσθαι H.). So the ἀ- is long (for the exceptions Archil. 73 read ἄγη, Page Entretiens Hardt X, 1965, 110; and A. Ag. 131, Hermann ἄγα). - ἀϜά-τη is a verbal noun to *ἀϜά-σαι, s. ἀάω. Could be PIE * h₂ueh₂-. - Fur. 234 compares ἀϜατη with ἀπάτη; not very probable.Page in Frisk: 1,178Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄτη
См. также в других словарях:
ατηρός — ἀτηρός, ά, όν (Α) Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην καταστροφή 2. ολέθριος, καταστρεπτικός 3. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀτηρόν» καταστροφή, συμφορά II. επίρρ. ἀτηρῶς τρομερά, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτη (πρβλ. λυπηρός <… … Dictionary of Greek
ἀτηρός — ἀ̱τηρός , ἀτηρός blinded by masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτηρά — ἀ̱τηρά , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc pl ἀ̱τηρά̱ , ἀτηρός blinded by fem nom/voc/acc dual ἀ̱τηρά̱ , ἀτηρός blinded by fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτηρότερον — ἀ̱τηρότερον , ἀτηρός blinded by adverbial comp ἀ̱τηρότερον , ἀτηρός blinded by masc acc comp sg ἀ̱τηρότερον , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτηρόν — ἀ̱τηρόν , ἀτηρός blinded by masc acc sg ἀ̱τηρόν , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτηρότατον — ἀ̱τηρότατον , ἀτηρός blinded by masc acc superl sg ἀ̱τηρότατον , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… … Dictionary of Greek
αταρτηρός — ἀταρτηρός, όν (Α) 1. υβριστικός, δηκτικός 2. επικίνδυνος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, άγνωστης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. αταρτηρός παρουσιάζει τον ίδιο σχηματισμό με το ιων. ατηρός < άτη*, δηλ. όπως aFaτārόs… … Dictionary of Greek
ατηρία — ἀτηρία, η (Α) [ατηρός]. βλάβη, κακό … Dictionary of Greek
ἀτηροῖς — ἀ̱τηροῖς , ἀτηρός blinded by masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτηροῦ — ἀ̱τηροῦ , ἀτηρός blinded by masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)