-
1 ατηρός
-
2 ἀτηρός
-
3 ἀτηρός
II baneful, mischievous, ; (lyr.); ;ναυτιλίη AP9.23
(Antip.);τὸ ἀ.
bane, mischief,A.
Eu. 1007 (anap.); μή τι ἀ. ποιέωσι [οἱ παῖδες] Democr. 279.—Once in Com., ἀτηρότατον κακόν an 'outrageous' nuisance, Ar.V. 1299; and so Adv. - ῶς 'awfully' as a slang word, Phld.Mus. p.105K.: in Pl.Cra. 395b and c introduced only for an etym. purpose: also in later Prose, D.L.6.99. -
4 ατηρά
ἀ̱τηρά, ἀτηρόςblinded by: neut nom /voc /acc plἀ̱τηρά̱, ἀτηρόςblinded by: fem nom /voc /acc dualἀ̱τηρά̱, ἀτηρόςblinded by: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
5 ἀτηρά
ἀ̱τηρά, ἀτηρόςblinded by: neut nom /voc /acc plἀ̱τηρά̱, ἀτηρόςblinded by: fem nom /voc /acc dualἀ̱τηρά̱, ἀτηρόςblinded by: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
6 ατηρότερον
ἀ̱τηρότερον, ἀτηρόςblinded by: adverbial compἀ̱τηρότερον, ἀτηρόςblinded by: masc acc comp sgἀ̱τηρότερον, ἀτηρόςblinded by: neut nom /voc /acc comp sg -
7 ἀτηρότερον
ἀ̱τηρότερον, ἀτηρόςblinded by: adverbial compἀ̱τηρότερον, ἀτηρόςblinded by: masc acc comp sgἀ̱τηρότερον, ἀτηρόςblinded by: neut nom /voc /acc comp sg -
8 ατηρόν
-
9 ἀτηρόν
-
10 ατηρότατον
ἀ̱τηρότατον, ἀτηρόςblinded by: masc acc superl sgἀ̱τηρότατον, ἀτηρόςblinded by: neut nom /voc /acc superl sg -
11 ἀτηρότατον
ἀ̱τηρότατον, ἀτηρόςblinded by: masc acc superl sgἀ̱τηρότατον, ἀτηρόςblinded by: neut nom /voc /acc superl sg -
12 ατηρά
-
13 ἀτηρᾷ
-
14 ατηράς
ἀτηρήςAër.masc /fem acc pl (doric aeolic)ἀ̱τηρᾶς, ἀτηρόςblinded by: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 ἀτηρᾶς
ἀτηρήςAër.masc /fem acc pl (doric aeolic)ἀ̱τηρᾶς, ἀτηρόςblinded by: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 ατηρής
ἀτηρήςAër.masc /fem acc pl (attic epic doric)ἀτηρήςAër.masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ἀ̱τηρῆς, ἀτηρόςblinded by: fem gen sg (epic ionic) -
17 ἀτηρῆς
ἀτηρήςAër.masc /fem acc pl (attic epic doric)ἀτηρήςAër.masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ἀ̱τηρῆς, ἀτηρόςblinded by: fem gen sg (epic ionic) -
18 ατηροίς
-
19 ἀτηροῖς
-
20 ατηρού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ατηρός — ἀτηρός, ά, όν (Α) Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην καταστροφή 2. ολέθριος, καταστρεπτικός 3. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀτηρόν» καταστροφή, συμφορά II. επίρρ. ἀτηρῶς τρομερά, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτη (πρβλ. λυπηρός <… … Dictionary of Greek
ἀτηρός — ἀ̱τηρός , ἀτηρός blinded by masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτηρά — ἀ̱τηρά , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc pl ἀ̱τηρά̱ , ἀτηρός blinded by fem nom/voc/acc dual ἀ̱τηρά̱ , ἀτηρός blinded by fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτηρότερον — ἀ̱τηρότερον , ἀτηρός blinded by adverbial comp ἀ̱τηρότερον , ἀτηρός blinded by masc acc comp sg ἀ̱τηρότερον , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτηρόν — ἀ̱τηρόν , ἀτηρός blinded by masc acc sg ἀ̱τηρόν , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτηρότατον — ἀ̱τηρότατον , ἀτηρός blinded by masc acc superl sg ἀ̱τηρότατον , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… … Dictionary of Greek
αταρτηρός — ἀταρτηρός, όν (Α) 1. υβριστικός, δηκτικός 2. επικίνδυνος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, άγνωστης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. αταρτηρός παρουσιάζει τον ίδιο σχηματισμό με το ιων. ατηρός < άτη*, δηλ. όπως aFaτārόs… … Dictionary of Greek
ατηρία — ἀτηρία, η (Α) [ατηρός]. βλάβη, κακό … Dictionary of Greek
ἀτηροῖς — ἀ̱τηροῖς , ἀτηρός blinded by masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτηροῦ — ἀ̱τηροῦ , ἀτηρός blinded by masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)