-
1 επίκρουσις
-
2 ἐπίκρουσις
-
3 ἐπίκρουσις
2. medical percussion, Paul.Aeg.3.69,6.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκρουσις
-
4 επικρούσει
ἐπίκρουσιςpercussion: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπικρούσεϊ, ἐπίκρουσιςpercussion: fem dat sg (epic)ἐπίκρουσιςpercussion: fem dat sg (attic ionic)ἐπικρούωaor subj act 3rd sg (epic)ἐπικρούωfut ind mid 2nd sgἐπικρούωfut ind act 3rd sg -
5 ἐπικρούσει
ἐπίκρουσιςpercussion: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπικρούσεϊ, ἐπίκρουσιςpercussion: fem dat sg (epic)ἐπίκρουσιςpercussion: fem dat sg (attic ionic)ἐπικρούωaor subj act 3rd sg (epic)ἐπικρούωfut ind mid 2nd sgἐπικρούωfut ind act 3rd sg -
6 επικρούσεως
-
7 ἐπικρούσεως
-
8 επίκρουσιν
-
9 ἐπίκρουσιν
-
10 ναρθήκιον
ναρθήκ-ιον, τό,II = ἀσφόδελος, Ps.-Dsc.2.169.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναρθήκιον
-
11 ναρθηκισμός
ναρθηκ-ισμός, ὁ, prob.A = ἐπίκρουσις 1, Dsc.Eup.1.233.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναρθηκισμός
См. также в других словарях:
ἐπίκρουσις — percussion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρούσει — ἐπίκρουσις percussion fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπικρούσεϊ , ἐπίκρουσις percussion fem dat sg (epic) ἐπίκρουσις percussion fem dat sg (attic ionic) ἐπικρούω aor subj act 3rd sg (epic) ἐπικρούω fut ind mid 2nd sg ἐπικρούω fut ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκρουσιν — ἐπίκρουσις percussion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
эпикруза — ЭПИ´КРУЗА (греч. ἐπίκρουσις задверие, выход) заключительная часть тактометрического периода, открывающегося анакрузой; Э. начинается последним акцентом в периоде. См. анакруза, там же примеры … Поэтический словарь
επίκρουση — η (Α ἐπίκρουσις) [επικρούω] χτύπημα νεοελλ. 1. ιατρ. διαγνωστική μέθοδος κατά την οποία ο γιατρός εντοπίζει ενδεχόμενες εσωτερικές αλλοιώσεις χτυπώντας με τα δάχτυλα περιοχές τού σώματος και εξετάζοντας την ηχητικότητα, την ελαστικότητα και την… … Dictionary of Greek
ἐπικρούσεως — ἐπικρούσεω̆ς , ἐπίκρουσις percussion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)