Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀσφαλές

См. также в других словарях:

  • ἀσφαλές — ἀσφαλής not liable to fall masc/fem voc sg ἀσφαλής not liable to fall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀσφαλές — ἀσφαλές , ἀσφαλής not liable to fall masc/fem voc sg ἀσφαλές , ἀσφαλής not liable to fall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφαλής — ( ούς), ές (AM ἀσφαλής, ές) Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός 2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά 3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής 4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς …   Dictionary of Greek

  • λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπεδώ — όω, Α καθιστώ κάτι ακόμη πιο στέρεο και ασφαλές, εξασφαλίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπεδῶ «στηρίζω, καθιστώ κάτι ασφαλές»] …   Dictionary of Greek

  • σιγουράρω — Ν 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, εξασφαλίζω («σιγούραρε το καΐκι του» αγκυροβόλησε το καΐκι του σε ασφαλές λιμάνι) 2. ναυτ. (σχετικά με πανί) χαμηλώνω ή χαλαρώνω 3. (αμτβ.) ασφαλίζομαι («τώρα που υπογράψαμε συμβόλαιο, σιγουράρισα») 4. (η προστ …   Dictionary of Greek

  • Крещение Господне — «Крещение Господне» (икона, XVI век) Тип религиозный праздник …   Википедия

  • безблазньѥ — БЕЗБЛАЗНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Зд. О безгрешности: оно к тѣмъ иже кр҃щнье(м) сочтавають. не преже прооуготовавшимсѩ. ни же безблазнь˫а избавленье(м) дающе. (τὸ ἀσφαλές!) ГБ XIV, 21а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • непреподобьныи — (15) пр. Нечестивый, преступный: и си˫а руками сквьрньными и непрѣподобьными творѧхѹ (ἀνοσίοις) ΚΡ 1284, 379а; сборъ же ст҃ль непрѣ||по(д)бныхъ събравъ. и неч(с)тивоѥ своего безбожiѧ повелѣниѥ изложи до коньца Там же, 379б–в; прѣмѣни мѧ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • OLYMPUS — I. OLYMPUS Historicus, cuiusaetatem satis indieat, quod fuit medicus Cleopatrae, Iulii prius, post Antonii, amasiae, de quo Plut. in Anton. II. OLYMPUS Mysiae Rex, qui Iasi filiam, Nepiam, uxorem duxit, ut scribit Dionysius Milesius, habitavitque …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SILENTIUM — I. SILENTIUM in carcere Inquisitionis, tam rigide exigitur, ut nulli captivo mutire ullumve sonum edere liceat. Quare si quis eiulet, aut infortunium suum deploret, aut clarâ voce Deum precetur, aut cantet, sive pslamum, sive hymnum sacrum, mox… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»