-
1 ασφαλούς
-
2 ἀσφαλοῦς
-
3 πεῖσμα
πεῖσμα, ατος, τό, 1) Tau, Seil, bes. Schiffstau, mit welchem man das Schiff am Lande festband, gew. an einem dazu durchbohrten Steine, Od. 13, 77, oder auch wohl an einer Säule, vgl. 9, 136. 10, 127, bevor man Anker brauchte, das also das Schiff in Gehorsam festhielt; νηῶν ὅπλα, πείσματα καὶ σπεῖρα, Od. 6, 269; von πρυμνήσια nicht verschieden, 9, 136. 137; Aesch. ναῶν τε καὶ πεισμάτων ἀφειδεῖς, Ag. 188; πεισμάτων σωτηρία, Suppl. 746; ποντίοις πείσμασι, Eur. Hec. 1080; Hipp. 762 u. öfter bei sp. D. in der Anth. Auch in Prosa, ἐχόμενοι ὥς τινος ἀσφαλοῠς πείσματος ἐπιβαίνωμεν εἰς τὸν νῦν λόγον, Plat. Legg. X, 843 b; ἔλυσε οἷον νεὼς πείσματα, Tim. 85 e; Sp., wie Plut., dessen Stelle de glor. Ath. 6 ἐπὶ πεισμάτων ἐκκεχυμένον βίον verderbt ist. – 2) der Fruchtstiel der Feige, Geopon. – 3) wie πεῖσις, Ueberzeugung, Vertrauen, π. ἐμποιεῖν = πειϑὼ ἐμπ., S. Emp. adv. eth. 149; μετὰ πείσματος, ib. 164, u. oft; Arr.; auch das, worauf man sich verlassen kann, Iul. Caes. 32, 8. – (Von der ersten Bdtg ist ΠΕΝΔ = ΠΕΔ die Wurzel.)
-
4 αντιλαμβανω
1) тж. med. брать, захватывать, занимать(χωρίον τί τινος Xen.; χώραν, med. χώρας Thuc.; med. τοῦ θρόνου Arph.)
τοῦ ἀσφαλοῦς ἀντιλαβεῖσθαι Thuc. — обеспечить себе безопасность2) получать взамен, обменивать(τί τινος Eur.; πολλέν χάριν καὴ φιλίαν Plut.)
3) med. захватывать, пленять, сильно интересовать(ὅ λόγος ἀντιλαμβάνεταί μου Plat.)
4) med. хвататься, ухватываться(τῇ ἀριστερᾷ τοῦ τρίβωνος Plat.; τῶν δορατίων ταῖς χερσί Plut.)
5) med. сдерживать, останавливать(ἵππου τῷ χαλινῷ Xen.)
6) med. ( редко) постигать, познавать(τινός Plat., Luc.)
ἀ. κατὰ τέν ἀκοήν Sext. — воспринимать слухом7) med. браться, приниматься, заниматься(τῶν μεγάλων πραγμάτων Plut.)
τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀ. Thuc. — посвящать себя интересам общественного блага;ἀ. τῆς ἐλευθερίας Thuc., Plut. — отстаивать дело свободы;ἀ. τοῦ πολέμου Isocr. — предпринимать войну;ἀ. τοῦ λόγου Plat. — вмешиваться в беседу;τοῦδε πάλιν ἀ., οὗπερ τὸ πρότερον Plat. — возвращаться к ранее сказанному8) med. утверждать со своей стороны, возражать(ἀ. καὴ ἐλέγχειν Plat.)
ἀντιλαβέσθαι παντὴ πρόχειρον, ὡς … Plat. — всякий может возразить, что … -
5 ασφαλής
-
6 τασφαλούς
-
7 τἀσφαλοῦς
-
8 play safe
(to take no risks.) παίζω εκ του ασφαλούς/στα σίγουρα -
9 ὀρθός
1 uprighta of pers.I aright, sound τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς pr. P. 3.53 ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν pr. P. 3.96II faithful, honestἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90
b of things.a upright, straight up in physical sense. ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον (contra Σ, δικαίᾳ) O. 10.4ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί O. 13.72
σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν P. 4.267
ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα pr. N. 1.43 ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (ἐπ' ἀσφαλοῦς στῆναι παρεσκεύασας Σ.) I. 7.12 δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 5. Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν unyielding *qr. 6. 8.b straight, true, regularκαὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν O. 7.46
ὀρθὰς δ αὔλακας ἐντανύσαις pr. P. 4.227ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5. μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου (pr.: οὐχ ἡδεῖαν οὐδὲ τρυφερὰν οὐδ' ἐπικεκλασμένην τοῖς μελέσιν. paraphr. Plut., Pyth. Orac., 6, 397A) fr. 32.III upright, correctβουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75
πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν O. 7.91
ὀρθᾷ φρενί O. 8.24
εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων, ὀρθὰν ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων. P. 3.80δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν pr. P. 6.19πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.68
οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον pr. N. 11.5 ]ν ὀρθαι τε β[ουλ]αι τοῦτον Θρ. 4. 16. -
10 σφυρόν
a spur, foothillἐν Παλίου σφυροῖς P. 2.46
b ankle met. ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (ἐπ' ἀσφαλοῦς Σ.) I. 7.13 -
11 πεῖσμα
A ship's cable, usu. the stern-cable by which the ship was made fast to the land,λιμήν.., ἵν' οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν—οὔτ' εὐνὰς βαλέειν, οὔτε πρυμνήσι' ἀνάψαι Od.9.136
; ;πεῖσμα.. κίονος ἐξάψας μεγάλης 22.465
: pl.,ἀπὸ πείσματ' ἔκοψα νεός 10.127
, cf. A.Supp. 765, Ag. 195 (lyr.); πίσυνοι λεπτοδόμοις π., of Xerxes' bridge of boats, Id.Pers. 112(lyr.): metaph., ἐχόμενοι ὥς τινος ἀσφαλοῦς π. Pl.Lg. 893b;ἔλυσεν οἷον νεὼς πείσματα Id.Ti. 85e
;τύχης π. λυσάμενος BCH25.327
([place name] Mysia); of the marriage- tie, Ph.1.563 : prov.,πᾶν πεῖσμα διέρρηκται Hld.7.25
: metaph., of reins, νέμειν πείσματα Θήβης Epic. in BKT5 (1) p.115.2 generally, rope, Od.10.167; boat-rope, painter, Theophil.6.------------------------------------A persuasion, confidence, μετὰ βεβαίου π. S.E.P.1.18, cf. Arr.Epict.2.20.26 (pl.), Porph.Abst.2.37; μετὰ πείσματος τ εθαρρηκότος confidently, Plu.2.106d. -
12 ἀντιλαμβάνω
A receive instead of,χρυσοῦ δώματα πλήρη τᾶς ἥβας ἀ. E.HF 646
(lyr.); mostly without a gen., receive in turn,Thgn.
108;κἂν.. ᾖ σώφρων.. σώφρον' ἀντιλήψεται E.Andr. 741
;ἡδονὴν δόντας.. κακίαν.. ἀ. Th.3.58
; b40; ἀ. ἄλλην [χώραν] seize in return, get instead, Th.1.143;ἀ. ἄλλους τινάς X.Cyr.5.3.12
, cf. 8.7.16;χάριτα AP6.191
([place name] Longus).II mostly in [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass.- είλημμαι Lys.28.15
, Pl.Prm. 130e: c. gen., lay hold of,σαπροῦ πείσματος ἀντελάβου Thgn.1362
;ἄκρου τοῦ στύρακος ἀ. Pl.La. 184a
, cf. Prt. 317d,al.; τῇ ἀριστερᾷ ἀ. τοῦ τρίβωνος ib. 335d; φιλίου χωρίου ἀ. gain or reach it, Th.7.77, cf. Ar.Th. 242: abs.,- όμενος Th.3.22
. b. metaph.c.gen., lay hold of, τῆς σωτηρίας, τῆς ἐλευθερίας, τοῦ ἀσφαλοῦς, Id.2.61,62,3.22; lay claim to,τοῦ θρόνου Ar.Ra. 777
, 787;τοῦ πατρικοῦ μέρους BGU648.10
(ii A.D.).2 help, take part with, assist,οὐκ ἀντιλήψεσθ'; E.Tr. 464
; of persons, ἀ. Ἑλλήρων to take their part, D.S.11.13;ἀ. τῶν ἀσθενούντων Act.Ap.20.35
, etc.: abs., Th.7.70:— also in [voice] Pass., ἀντειλημμένη having received help, BGU1105.21 (Aug.), al.3 take part or share in a thing, take in hand,τῶν πραγμάτων X.Cyr.2.3.6
, D.1.20, etc.;τοῦ πολέμου Isoc.6.101
;τῆς θαλάττης Plb.1.39.14
;τῆς Ἀφροδίτης Alex.219.15
;τῆς παιδείας Pl.R. 534d
; ἀ. τοῦ λόγου seize on the conversation (to the interruption of the rest), ib. 336b: abs.,ἀρχόμενοι πάντες ὀξύτερον ἀ. Th.2.8
, cf. 8.106.4 take hold of for the purpose of finding fault, reprehend, attack, , cf. R. 497d, etc.; τοῦδε ἀντιλαβώμεθα let us attack the question, Id.Tht. 169d; ἀ. ὡς ἀδύνατον.. to object that.., Id.Sph. 251b: abs., Id.Grg. 506a.5 take fast hold of, i.e. captivate,ὁ λόγος ἀντιλαμβάνεταί μου Id.Phd. 88d
, cf. Prm. 130e, Luc.Nigr.19.6 of plants, take hold, Thphr.HP4.1.5; of scions, unite, CP1.6.4.7 grasp with the mind, perceive, apprehend, Pl.Ax. 370a; noted as an obsol, word for συνίημι by Luc.Sol.7:—so of the senses, ἀ. κατὰ τὴν ἀκοήν, ὀσφρήσει, S.E.P.1.50,64, cf. Phot.p.148R., Alex.Aphr.in Top.103.1, al.III in [voice] Med. also, hold back,ἵππου τῷ χαλινῷ X.Eq.10.15
, cf. Arist.MM 1188b6; interrupt, Aud. 802b26.IV [voice] Act. in sense of [voice] Med., Alex.Aphr.Pr.1.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιλαμβάνω
-
13 ἀσφαλής
A not liable to fall, immovable, steadfast, in Hom. only once as Adj. (cf. infr. III),θεῶν ἕδος ἀ. αἰεί Od.6.42
, cf. Hes.Th. 128, Pi.N.6.3, Theoc.2.34, etc.;ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα S.Ant. 454
; unshaken, of purpose,ἀ. ὁ νοῦς Id.Fr. 351
.2 of friends and the like , unfailing, trusty,οὐ γὰρ οἱ.. εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι Id.Aj. 1251
;ἀ. στρατηλάτης E.Ph. 599
, cf. Th.1.69: c. inf., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς the hasty in counsel are not safe, S.OT 617, cf. Pl.Sph. 231a; ; of things, sure, certain, Th.4.108,etc.3 assured from danger, safe,ἀ. αἰών Pi.P.3.86
;ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ S.OC 1288
;ἀ. ὄρος X.Lac.12.1
;ὁδός -εστέρα Id.HG5.4.51
; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ in safety, Th.1.137, 8.39, cf. Pl.Lg. 892e;ἐν ἀσφαλεῖ τοῦ μὴ παθεῖν X.Cyr.3.3.31
;τοῦ λαλεῖν Men.Sam.25
; ἐν -εστέρῳ, -εστάτῳ, X.Cyr.7.1.21, An.1.8.22;ἐν ἀ. βίου E.Hipp. 785
;μένειν ἐν τῷ ἀ. X. An.4.7.8
; ἐξ ἀσφαλοῦς from a place of safety, Id.Eq.Mag.4.16;τοῦ ἀσφαλέος εἵνεκα Hdt.1.109
; τὸ ἀ., = ἀσφάλεια, Th.6.55, etc.; μετὰ τοῦ αὑτῆς ἀ. with no risk to herself, Plot.4.8.7; ἀσφαλές [ἐστι], c. inf., it is safe to.., Hdt.3.75, E.Ph. 891, Ar.Av. 1489: abs.,ἀλλ' οὐκ ἀσφαλές Pl.Phlb. 61d
, etc.;φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερόν ἐστιν ἢ ἡμῖν X.An.3.2.19
.4 ἀ. ῥήτωρ a convincing speaker, Id.Mem.4.6.15.5 in Lit. Crit., sound, not risky, of language or rhythm, Demetr.Eloc.19,41. Adv. -ῶς, ἐρεῖ ib.78.III [dialect] Ep. Adv. ἀσφαλέως, ἔχειν, μένειν, to be, remain firm, steady, Il.23.325, Od.17.235: neut. ἀσφαλές as Adv., Il. (v. infr.);δρακεῖσ' ἀσφαλές Pi.P.2.20
;ἀ. ἀγορεύει
without faltering,Od.
8.171, Hes.Th.86;ἔμπεδον ἀσφαλέως Il.13.141
, Od.13.86;ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεί Il.15.683
. Adv. ἀσφαλῶς ([etym.] - έως ) is used in all senses of the Adj.,- έως βεβηκὼς ποσσί Archil.58.4
; in safety, with certainty, S.OT 613;ἀ. βουλεύειν And.3.34
;ἀ. ἔχει Hdt.1.86
: c. inf., Lys.27.6;ἀ. προσθεῖναι
as a precaution,Alex.Aphr.
in Mete.14.10: [comp] Comp.- έστερον Hdt.2.161
, Pl.Phd. 85d; but- εστέρως Hp.Prorrh.2.15
, Th.4.71: [comp] Sup.- έστατα Hp.Prorrh. 2.23
, Pl.R. 467e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσφαλής
См. также в других словарях:
ἀσφαλοῦς — ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀσφαλοῦς — ἀσφαλοῦς , ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφαλής — ( ούς), ές (AM ἀσφαλής, ές) Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός 2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά 3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής 4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αλημέριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λημέρι, υπαίθριο καταφύγιο ή τόπο ασφαλούς διαμονής 2. αυτός που δεν βρήκε τόπο κατάλληλο για να περάσει την ημέρα ή τη νύχτα του 3. (για τόπο) αυτός που δεν έχει λημέρια, κρησφύγετα 4. (για ζώα) αυτό που δεν έχει φωλιά … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
υπαρξισμός — (existentialisme). Σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με… … Dictionary of Greek
Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… … Dictionary of Greek
ζεύξη, ασυρματική — Σύστημα επικοινωνίας, που λειτουργεί με την εκπομπή ραδιοκυμάτων μεταξύ δύο, συνήθως σταθερών, σταθμών. Το φάσμα των συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται στις ζεύξεις εκτείνεται από 50 έως 5.000 ΜΗz και άνω. Όταν λειτουργούν στις συχνότητες αυτές και… … Dictionary of Greek
Λίχτενσταϊν — Ανεξάρτητο κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α και Β με την Αυστρία και στα Δ και Ν με την Ελβετία.Yποχρεωτικό πέρασμα ανάμεσα στην Aυστρία και στην Eλβετία κατά τους προηγούμενους αιώνες, το Λ. οφείλει την ονομασία του στη φεουδαρχική… … Dictionary of Greek