-
1 αστραγαλη
-
2 αστραγάλη
-
3 ἀστραγάλη
-
4 ἀστραγάλη
ἀστραγάλη, ἡ, ion. = ἀστράγαλος 3).
-
5 ἀστραγάλη
II = ἡ τῆς ἴρεως ῥίζα, Hsch.III = κακοήθης κύων, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστραγάλη
-
6 αστραγάλας
-
7 ἀστραγάλας
-
8 αστραγάλαι
-
9 ἀστραγάλαι
-
10 αστραγάλαισι
-
11 ἀστραγάλαισι
-
12 αστραγάλησι
-
13 ἀστραγάλῃσι
-
14 αστραγάλησιν
-
15 ἀστραγάλῃσιν
-
16 βασαναστραγάλη
A plague of the joints, of the gout, in voc., Luc.Trag.199.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασαναστραγάλη
-
17 ἀστράγαλος
Grammatical information: m.Meaning: `one of the vertebrae (of the neck), ankle joint; knuckle-bones, dice' (Il.). Also a plant, s. DELG Suppl.Derivatives: ἀστραγαλωτός ( μάστιξ) `(whip) made from ἀ.' (Crates Com.), ἀστραγαλωτή a plant (Philum.); s. Schwyzer 503: 4, Chantr. Form. 305 sect. 243. - ἀστραγαλῖτις `kind of Iris' (Gal.), ἀστραγαλῖνος `bull-finch' (Dionys.). - Denom. ἀστραγαλίζω `play with a.' (Com., Pl.). Hypocoristic ἄστρις f. = ἀστράγαλος (Call.); with hypocoristic χ-Suffix, ἄστριχος m. (Antiph.), cf. Schwyzer 498.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Generally considered a derivation in - λ- (Chantr. Form. 247) of the old word for `bone' (s.v. ὀστέον), which was also assumed for ἀστακός (but s.s.v.) and ὄστρ-ακον, ὄστρ-ειον (but see s.v.). The -γ was compared with the nominative in the Skt. r-n-stems, e.g. ásr̥-k, gen. asn-áḥ `blood' (cf. ἔαρ); cf. Benveniste Orig. 7 and 28. But the word for `bone' was not an r-n-stem and the formation is improbable. It is therefore quite probably a substr. word (Beekes, Devel. 51). Improb. Winter Prothet. Vokal 37ff. - Cf. ἀστακός, ὄστρακον, ὀστρύς, ὀστέον.Page in Frisk: 1,172Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀστράγαλος
См. также в других словарях:
αστραγάλη — ἀστραγάλη, η (Α) ο αστράγαλος … Dictionary of Greek
ἀστραγάλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγάλαισι — ἀστραγάλη fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγάλῃσι — ἀστραγάλη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγάλῃσιν — ἀστραγάλη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγάλας — ἀστραγάλᾱς , ἀστραγάλη fem acc pl ἀστραγάλᾱς , ἀστραγάλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
ἀστραγάλαι — ἀστραγάλᾱͅ , ἀστραγάλη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)