-
41 δέμας
A bodily frame, usu. of man, Hom. (v. infr.); rarely of other animals, Od.10.240, Pi.O.1.20; prop. the living body, but also of a corpse,νεκρὸν δ. Batr.106
, cf. S.Ant. 205, E.Or.40, 1066, Sch. Ven.Il.1.115.—Hom. uses it only in acc. sg., usu. abs., μικρὸς δ. small in stature, Il.5.801;ἄριστος εἶδός τε δ. τε Od.8.116
;δέμας ἐϊκυῖα θεῇσιν Il.8.305
;δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος Od.8.14
;οὐ.. ἐστι χερείων οὐ δέμας οὐδὲ φυήν Il.1.115
, cf. Od.5.212;δέμας καὶ εἶδος ἀγητός Il.24.376
, cf. Od.18.251;χαρίεσσα δέμας Hes.Th. 260
;Κλύμενον.. ἀμώμητον δ. B.5.147
: nom. in later poets, as S.OC 110, 501, etc.: dat.δέμαϊ Pi.Pae.6.80
.2 in Lyr. and Trag. as a periphrasis, Ἀστερίας δ., the island of Delos, ib.5.42;κτανεῖν μητρῷον δ. A. Eu.84
;οἰκετῶν δ. S.Tr. 908
;Ἡράκλειον δ. E.HF 1037
(lyr.); οἰνάνθης δ., i.e. the vine-shoot, S.Fr.255.4; ἀστερωπὸν οὐρανοῦ δ. v.l. in Critias 25.33 D.; Δάματρος ἀκτᾶς.. δ., i.e. bread, E.Hipp. 138: in later [dialect] Ep.,ὕλης δ. Orph.L. 238
.3 Com., = πόσθη, Pl.Com.173.10.II as Adv., δέμας πυρὸς αἰθομένοιο in form or fashion like burning fire, Il.11.596, cf. 17.366. -
42 ἐρῳδιός
ἐρῳδιός, ὁ,A heron, Il.10.274, Epich.46, Semon.9, Ar.Av. 886, Call. Aet.Oxy.2080.64, Clitarch.22 J., Ant.Lib.7.7, etc.:—also ῥῳδιός, Hippon.63, and [full] ἀρῳδιός (q. v.):—Aristotle mentions three kinds: ὁ πέλλος, prob. common heron, Ardea cinerea ; ὁ λευκός, egret, A. alba, gazetta; ὁ ἀστερίας, bittern, A. Stellaris, HA 609b21 : the ἐρῳδιός in Il.l.c. (cf. Ael.NA1.1) was prob. a shearwater. ( ἐρωδιός freq. in codd., even in Pap. of Call.l.c. (ii A. D.), but ἐρῳδιός (with ωι and oxyt.) Hdn.Gr.2.924 and codd. Hom.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρῳδιός
-
43 ὄκνος
ὄκν-ος, ὁ,A shrinking, hesitation,οὔτε τί με δέος ἴσχει ἀκήριον οὔτε τις ὄ. Il.5.817
(answering to κάματος in 811), cf. 13.224 ; , cf. A.Th.54, S.Ant. 243 ;ὄ. τις καὶ μέλλησις Th.7.49
;ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄ. φέρει Id.2.40
, etc. ;τὸν μὲν ὄ. ψόγον, τὸν δὲ πόνον ἔπαινον ἡγουμένη Isoc.1.7
: hence,2 simply, alarm, fear, A.Ag. 1009 (lyr.), S.Ph. 225 : c. gen.,τοῦ μάλιστ' ὄ. σ' ἔχει Id.OC 652
: in pl.,ἀναβολαὶ καὶ ὄκνοι Pl.Lg. 768e
, cf. D.18.246 :— Constr.: c. gen., τοῦ πόνου γὰρ οὐκ ὄ. [ἐστί] I grudge not labour, S. Ph. 887, cf. OCl. c.: c. inf., παρέσχεν ὄ. μὴ ἐλθεῖν made them hesitate to.., Th.3.39 ;ὄ. ἦν ἀνίστασθαι X.An.4.4.11
;ὄ. πρός τι Pl.Lg. 665d
.II Ὄκνος personified, as title of picture by Polygnotus, Paus.10.29.2, Plin.HN35.137, cf. D.S.1.97.III ὄ. χαλκοῦς, a seat used by women in Bithynia, Suid. -
44 ὄκνος
ὄκνος, ὁ, (1) das Zaudern, Zögern, aus Furcht oder aus Trägheit, oder auch aus körperlicher Ermüdung; τοῦ πόνου γὰρ οὐκ ὄκνος, will nicht säumen. (2) eine Reiherart, die Rohrdommel, sonst ἀστερίας. (3) in einem Gemälde des Sokrates soll ὄκνος eine allegorische Figur gewesen sein, ein Mann, der ein Seil dreht, welches eine Eselin wieder zernagt; daher Symbol jeder vergebens unternommenen, nie zu Ende kommenden Arbeit, Ocnus spartum torquens; daher sprichwörtlich συνάγει τοῦ Ὄκνου τὴν ϑώ-μιγγα, wo es auch als eine schlechte Hausfrau gedeutet wird, welche durchbringt, was der Mann erwirbt -
45 ἀστήρ
ἀστήρ, - έροςGrammatical information: m.Meaning: `star' (Il.).Derivatives: ἀστέριον, also name of a plant (Crateuas; s. Strömberg Pflanzennamen 48, 50); - ἀστερίας fish- and bird name (Philyll.), Strömberg Fischnamen 28, Thompson Birds 57); ἀστερίτης ( λίθος) name of a mythical stone (Ptol. Heph., cf. Redard Les noms grecs en - της 52), fem. ἀστερῖτις a plant (Ps.-Apul., Redard 69).Etymology: Compare Arm. astɫ `id.', further e.g. Bret. sterenn, Goth. staírno, Toch. B ścirye, Av. acc. sg. stār-ǝm, Skt. nom. pl. tā́raḥ (the absence of the s- unexplained), instr. stŕ̥-bhiḥ; Lat. stella \< * stēr-lā or rather * stēl-nā, Hitt. hasterza \/ hsterz\/. Not here ἀστεροπή (q.v.) - Krogmann KZ 63, 256ff. and v. Windekens Revue belge de phil. 21, 141ff. connected PIE. ā̆s- `burn', Pok. 68, which seems quite probable. Sumerian-Babylonian origin ( Ištar `Venus'; z. B. Ipsen IF 41, 179ff.) is most improbable, cf. Schrader-Nehring Reallex. 2, 481, Specht KZ 62, 249 m. A. 3, Scherer Gestirnnamen 23 (also p. 18ff.).Page in Frisk: 1,170-171Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀστήρ
См. также в других словарях:
αστερίας — Κοινή ονομασία των εχινοδέρμων που ανήκουν στην ομοταξία των αστεροειδών, που ονομάστηκαν έτσι λόγω της χαρακτηριστικής αστεροειδούς μορφής τους. Χωρίζονται σε δύο τάξεις: τους φανεροζωνίδες, των οποίων οι βραχίονες είναι μακροί και ο σωματικός… … Dictionary of Greek
ἀστερίας — ἀστερίᾱς , ἀστέριος starred fem acc pl ἀστερίᾱς , ἀστέριος starred fem gen sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱς , ἀστερίας starred masc acc pl ἀστερίᾱς , ἀστερίας starred masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστερίας — ο εχινόδερμο από τα αστεροειδή, σταυρός της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀστερίας — Ἀστερίᾱς , Ἀστερίη fem acc pl Ἀστερίᾱς , Ἀστερίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερία — ἀστερίᾱ , ἀστέριος starred fem nom/voc/acc dual ἀστερίᾱ , ἀστέριος starred fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱ , ἀστερίας starred masc nom/voc/acc dual ἀστερίας starred masc voc sg ἀστερίᾱ , ἀστερίας starred masc voc sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενόδισκος — ο ζωολ. αστερίας που συνιστά ιδιαίτερο γένος, με εξάπλωση σε ολόκληρη την υφήλιο, κν. αστερίας τής λάσπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ctenodiscus < cten(o) (< κτεις, κτενός) + discus (< λατ. discus < δίσκος)] … Dictionary of Greek
ἀστερίαν — ἀστερίᾱν , ἀστέριος starred fem acc sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱν , ἀστερίας starred masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀστερίας starred masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίᾳ — ἀστερίᾱͅ , ἀστέριος starred fem dat sg (attic doric aeolic) ἀστερίαι , ἀστερίας starred masc nom/voc pl ἀστερίᾱͅ , ἀστερίας starred masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
ίδμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντης και πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία για να ερμηνεύει τους οιωνούς στους συντρόφους του. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Άβα και της Αστερίας ή της Κυρήνης. Ο Ί. ταυτίζεται επίσης με τον Θέστορα, γιο… … Dictionary of Greek