-
1 αστερίας
ἀστερίᾱς, ἀστέριοςstarred: fem acc plἀστερίᾱς, ἀστέριοςstarred: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀστερίᾱς, ἀστερίαςstarred: masc acc plἀστερίᾱς, ἀστερίαςstarred: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
2 ἀστερίας
ἀστερίᾱς, ἀστέριοςstarred: fem acc plἀστερίᾱς, ἀστέριοςstarred: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀστερίᾱς, ἀστερίαςstarred: masc acc plἀστερίᾱς, ἀστερίαςstarred: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
3 ἀστερίας
-
4 αστεριας
ὁ ἀ. ἐρωδιός Arst. — выпь ( Ardea stellaris);
ὅ ἀ. ἱέραξ Arst. — звездчатый сокол (предполож. Astur palumbarius pullus); -
5 Αστερίας
-
6 Ἀστερίας
-
7 ἀστερίας
-
8 αστερίας
ο1) то, что имеет звёздочки, то, что усыпано звёздочками; 2) зоол, морская звезда; 3) зоол, выпь -
9 ἀστερίας
A starred: hence,I a fish, Squalus stellaris, Philyll.1.2, Arist.HA 543a17.II a bird,1 perh. bittern, Ardea stellaris, ib. 609b22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστερίας
-
10 αστερία
ἀστερίᾱ, ἀστέριοςstarred: fem nom /voc /acc dualἀστερίᾱ, ἀστέριοςstarred: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀστερίᾱ, ἀστερίαςstarred: masc nom /voc /acc dualἀστερίαςstarred: masc voc sgἀστερίᾱ, ἀστερίαςstarred: masc voc sg (attic)ἀστερίᾱ, ἀστερίαςstarred: masc gen sg (doric aeolic)ἀστερίαςstarred: masc nom sg (epic)——————ἀστερίᾱͅ, ἀστέριοςstarred: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀστερίαι, ἀστερίαςstarred: masc nom /voc plἀστερίᾱͅ, ἀστερίαςstarred: masc dat sg (attic doric aeolic) -
11 αστερίαν
ἀστερίᾱν, ἀστέριοςstarred: fem acc sg (attic doric aeolic)ἀστερίᾱν, ἀστερίαςstarred: masc acc sg (attic epic doric aeolic)ἀστερίαςstarred: masc acc sg -
12 ἀστερίαν
ἀστερίᾱν, ἀστέριοςstarred: fem acc sg (attic doric aeolic)ἀστερίᾱν, ἀστερίαςstarred: masc acc sg (attic epic doric aeolic)ἀστερίαςstarred: masc acc sg -
13 αστερίη
ἀστέριοςstarred: fem nom /voc sg (epic ionic)ἀστερίαςstarred: masc voc sg (epic ionic)——————ἀστέριοςstarred: fem dat sg (epic ionic)ἀστερίαςstarred: masc dat sg (epic ionic) -
14 asterias
asteriās, ae, m. (ἀστερίας) eine Art Reiher, Plin. 10, 164.
-
15 ὄκνος
ὄκνος, ὁ (vielleicht mit ἔχω zusammenhangend, das Anhalten, Anstehen), 1) das Zaudern, Zögern, aus Furcht oder aus Trägheit, oder auch aus körperlicher Ermüdung; οὔτε τί με δέος ἴσχει ἀκήριον, οὔτε τις ὄκνος, Il. 5, 817, wo es dem κάματος in v. 811 zu entsprechen scheint; 10, 121 πολλάκι γὰρ μεϑιεῖ τε καὶ οὐκ ἐϑέλει πονέεσϑαι, οὔτ' ὄκνῳ εἴκων οὔτ' ἀφραδίῃσι νόοιο; 13, 224; καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται, Aesch. Spt. 74; Furcht, Ag. 981; τοῦ πόνου γὰρ οὐκ ὄκνος, will nicht säumen, Soph. Phil. 875; τὰ δεινὰ γάρ τοι προςτίϑησ' ὄκνον πολύν, Ant. 243; Furcht, μή μ' ὄκνῳ δείσαντες ἐκπλαγῆτε, Phil. 225, wie τοῦ μάλιστ' ὄκνος σ' ἔχει O. C. 658; ἀπέλυσ' ὄκνον, Eur. Or. 1236; τὰ Θησέως γ' οὐκ ὄκνῳ διεφϑάρη, Suppl. 697; im Ggstz von ϑράσος, Thuc. 2, 40; καὶ μέλλησις, 7, 49; er läßt auch den int. mit μή darauf folgen, παρέσχον ὄκνον μὴ ἐλϑεῖν εἰς τὰ δεινά, 3, 39; εἰ τοῠτό τις εἴργει δρᾶν ὄκνος, Plat. Soph. 242 a; ὃ ἐμοὶ ὄκνον ἐντίϑησι λέγειν, Rcp. V, 473 a; neben ἀναβολαί im plur., Legg. VI, 768 e; πρός τι, z. B. ὄκνου πρὸς τὰς ᾠδὰς μεστός, II, 665 d; ὄκνος ἦν ἀνίστασϑαι, Xen. An. 4, 4, 11; Isocr. 1, 7 stellt ὄκνος dem πόνος gegenüber, wie dem τάχος Men. fr. inc. 21; Dem. 18, 246 verbindet βραδυτῆτας, ὄκνους, ἀγνοίας; Plut., Luc. u. a. Sp. – 2) eine Reiherart, die Rohrdommel, sonst ἀστερίας, Arist. H. A. 9, 18, Ael. H. A. 5, 36. – 3) in einem Gemälde des Sokrates soll ὄκνος eine allegorische Figur gewesen sein, ein Mann, der ein Seil dreht, welches eine Eselinn wieder zernagt, Plin. H. N. 35, 40, 31; daher Symbol jeder vergebens unternommenen, nie zu Ende kommenden Arbeit, Ocnus spartum torquens, Prop. 4, 3, 21; daher sprichwörtlich συνάγει τοῦ Ὄκνου τὴν ϑώ-μιγγα, Paus. 10, 29, 2, wo es auch als eine schlechte Hausfrau gedeutet wird, welche durchbringt, was der Mann erwirbt. – Nach Suid. war ὄκνος χαλκοῦς δίφρου τινὸς γυναικείου εἶδος bei den Bithyniern.
-
16 звезда
1. маш. η ακτινωτή μηχανή 2. (астр) το άστρο, το αστέρι, ο αστέρας· двойная - διπλό - 3. (морская) зоол. о αστερίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звезда
-
17 выпь
выпьж зоол. ὁ ἐρωδιός, ὁ ἀστερίας, ὁ νοχτοκόρακας. -
18 звезда
звездаж1. τό ἀστρο, τό ἀστέρι, ὁ ἀστήρ:падающая \звезда ὁ διάττων ἀστέρας, τό πεφτάστρΓ пятиконечная \звезда τό πεντάγωνο ἀστέρΐ· орден Красной Звезды τό παράσημο τοῦ Κόκκινου 'Αστέρα· морская \звезда зоол. ὁ ἀστερίας, ὁ σταυρός τής θάλασσας·2. (о человеке) ὁ ἀστέρας, ὁ ἀσ-τήρ:\звезда экрана ὁ ἀστέρας τής ὁθόνης· ◊ путеводная \звезда τό ὁδηγό ἄστρο· он звезд с неба не хватает δέν πιάνει πουλιά στον ἀέρα. -
19 морской
морск||ойприл θαλάσσιος, θαλασσινός/ ναυτιλιακός, ναυτικός (связанный с мореплаванием):\морской климат τό θαλάσσιο κλίμα· \морскойая вода́ τό θαλασσινό νερό· \морскойи́е ванны τά θαλασσινά λουτρά· \морскойое дно ὁ βυθός τῆς θάλασσας· \морской бриз ὁ μπάτης· \морской путь ὁ θαλάσσιος δρόμος· \морскойо́е путешествие ἡ θαλασσοπορία· \морской берег ἡ παραλία, ἡ ἀκτή, ἡ ἀκρογιαλιἄ \морской порт τό λιμάνι· \морской флот ὁ στόλος, τό ναυτικό· \морской бой ἡ ναυμαχία· \морскойая пехота οἱ πεζοναύτες· \морской офицер ὁ ἀξιωματικός τοῦ ναυτικοῦ· \морскойое училище ἡ ναυτική σχολή, ἡ σχολή τῶν δοκίμων \морскойо́е министерство τό ὑπουργεῖον τῶν ναυτικών \морскойа́я игла зоол. ἡ κατουρλίδα, ἡ σακορ-ράφα· \морскойая свинка зоол. ὁ χοιρόγρυλλος, τό ἰνδικόν χοιρίδιον \морской еж зоол. ὁ ἐχϊ-νος, ὁ ἀχινός· \морскойа́я звезда́ зоол. ὁ ἀστερίας, ὁ σταυρός τής θάλασσας· \морской бинокль ἡ ναυτική διόπτρα· ◊ \морскойая болезнь ἡ ναυτία· \морской волк разг ὁ θαλασσόλυκος. -
20 полевой
полев||о́йприл1. ἀγροτικός:\полевойые работы ἡ δουλειά στό χωράφι, οἱ ἀγροτικές ἐργασίες· \полевойые цветы τά ἀγριολούλουδα·2. воен. πεδινός:\полевойг*я артиллерия τό πεδινό πυροβολικό· \полевой госпиталь τό νοσοκομείο ἐκστρατείας· \полевойа́я почта τό στρατιωτικό ταχυδρομείο· \полевой бинокль ἡ διόπτρα (или τά κιάλια) ἐκστρατείας· ◊ \полевой шпат мин. ὁ ἀστερίας.
См. также в других словарях:
αστερίας — Κοινή ονομασία των εχινοδέρμων που ανήκουν στην ομοταξία των αστεροειδών, που ονομάστηκαν έτσι λόγω της χαρακτηριστικής αστεροειδούς μορφής τους. Χωρίζονται σε δύο τάξεις: τους φανεροζωνίδες, των οποίων οι βραχίονες είναι μακροί και ο σωματικός… … Dictionary of Greek
ἀστερίας — ἀστερίᾱς , ἀστέριος starred fem acc pl ἀστερίᾱς , ἀστέριος starred fem gen sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱς , ἀστερίας starred masc acc pl ἀστερίᾱς , ἀστερίας starred masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστερίας — ο εχινόδερμο από τα αστεροειδή, σταυρός της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀστερίας — Ἀστερίᾱς , Ἀστερίη fem acc pl Ἀστερίᾱς , Ἀστερίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερία — ἀστερίᾱ , ἀστέριος starred fem nom/voc/acc dual ἀστερίᾱ , ἀστέριος starred fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱ , ἀστερίας starred masc nom/voc/acc dual ἀστερίας starred masc voc sg ἀστερίᾱ , ἀστερίας starred masc voc sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενόδισκος — ο ζωολ. αστερίας που συνιστά ιδιαίτερο γένος, με εξάπλωση σε ολόκληρη την υφήλιο, κν. αστερίας τής λάσπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ctenodiscus < cten(o) (< κτεις, κτενός) + discus (< λατ. discus < δίσκος)] … Dictionary of Greek
ἀστερίαν — ἀστερίᾱν , ἀστέριος starred fem acc sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱν , ἀστερίας starred masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀστερίας starred masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίᾳ — ἀστερίᾱͅ , ἀστέριος starred fem dat sg (attic doric aeolic) ἀστερίαι , ἀστερίας starred masc nom/voc pl ἀστερίᾱͅ , ἀστερίας starred masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
ίδμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντης και πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία για να ερμηνεύει τους οιωνούς στους συντρόφους του. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Άβα και της Αστερίας ή της Κυρήνης. Ο Ί. ταυτίζεται επίσης με τον Θέστορα, γιο… … Dictionary of Greek