-
1 ασπιδηφόρος
-
2 ἀσπιδηφόρος
-
3 ἀσπιδηφόρος
ἀσπῐδη-φόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπιδηφόρος
-
4 ασπιδηφόρον
ἀσπιδηφόροςshield-bearing: masc /fem acc sgἀσπιδηφόροςshield-bearing: neut nom /voc /acc sg -
5 ἀσπιδηφόρον
ἀσπιδηφόροςshield-bearing: masc /fem acc sgἀσπιδηφόροςshield-bearing: neut nom /voc /acc sg -
6 ασπιδηφόροι
-
7 ἀσπιδηφόροι
-
8 ασπιδηφόροις
-
9 ἀσπιδηφόροις
-
10 ασπιδηφόρου
-
11 ἀσπιδηφόρου
-
12 ασπιδηφόρους
-
13 ἀσπιδηφόρους
-
14 ασπιδηφόρων
-
15 ἀσπιδηφόρων
-
16 κῶμος
κῶμος, ὁ,A revel, carousal, merry-making,εἰς δαῖτα θάλειαν καὶ χορὸν ἱμερόεντα καὶ ἐς φιλοκυδέα κ. h.Merc. 481
, cf. Thgn.829, 940;πίνειν καὶ κώμῳ χρᾶσθαι Hdt.1.21
, cf. E.Alc. 804, etc.;κῶμοι καὶ εὐφροσύναι B.10.12
;δεῖπνα καὶ σὺν αὐλητρίσι κῶμοι Pl.Tht. 173d
;ἑορταὶ καὶ κ. Id.R. 573d
; ἐν κώμῳ εἶναι, of a city, X.Cyr.7.5.25;ἔρχεσθαί τισιν ἐπὶ κῶμον Id.Smp.2.1
;ἐπὶ κῶμον βαδίζειν Ar.Pl. 1040
; esp. in honour of gods, τοῖς ἐν ἄστει Διονυσίοις ἡ πομπὴ.. καὶ ὁ κ. Lexap.D. 21.10, cf. IG2.971, etc.; κώμῳ θυραμάχοις τε πυγμαχίαισι Pratin.Lyr. 1.8;χοροῖς ἢ κώμοις Ὑακίνθου E.Hel. 1469
(lyr.).2 concrete, band of revellers,κ. εὐίου θεοῦ Id.Ba. 1167
(lyr.); esp. of the procession which celebrated a victor in games, Pi.P.5.22, etc.: generally, rout, band,κ. Ἐρινύων A.Ag. 1189
; of an army,κ. ἀναυλότατος E.Ph. 791
(lyr.);κ. ἀσπιδηφόρος Id.Supp. 390
; band of hunters, Id.Hipp.55; of maidens, Id.Tr. 1184; of doves, Id. Ion 1197.II the ode sung at one of these festive processions, Pi.P.8.20, 70, O.4.10, B.8.103;μελιγαρύων τέκτονες κώμων Pi.N.3.5
, cf. Ar.Th. 104, 988 (both lyr.).
См. также в других словарях:
ασπιδηφόρος — ἀσπιδηφόρος, ον (Α) 1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα 2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.) 3. ως ουσ. ο στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε λόγους… … Dictionary of Greek
ἀσπιδηφόρος — shield bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδηφόρον — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem acc sg ἀσπιδηφόρος shield bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδηφόροι — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδηφόροις — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδηφόρου — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδηφόρους — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδηφόρων — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
ασπιδηστρόφος — ἀσπιδηστρόφος, ον (Α) αυτός που ξέρει να χειρίζεται την ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + στροφος < στρέφω. Ο τ. ασπιδηστρόφος κατά το πρότυπο του ασπιδηφόρος] … Dictionary of Greek
ασπιδοφόρος — ἀσπιδοφόρος, ον (AM) ο ασπιδηφόρος* … Dictionary of Greek