-
1 ασπιδηφόροις
-
2 ἀσπιδηφόροις
См. также в других словарях:
ἀσπιδηφόροις — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ασπιδηφόροις
2 ἀσπιδηφόροις
ἀσπιδηφόροις — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)