-
1 Fighter
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fighter
-
2 Shield-bearing
adj.V. ἀσπιδηφόρος, σακεσφόρος, ἀσπιδοῦχος. φέρασπις.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shield-bearing
-
3 Warrior
subs.Ar. and P. στρατιώτης, ὁ, V. αἰχμητής, ὁ (Eur., Or. 754, also Plat., Rep. 411B but rare P.), ἀσπιστήρ, ὁ, ἀσπιδίτης, ὁ (Soph., frag.), τευχηστής, ὁ, or use adj., V. ἀσπιδηφόρος.Be a warrior, v.: V. αἰχμάζειν.Hoplite: P. and V. ὁπλίτης, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Warrior
См. также в других словарях:
ασπιδηφόρος — ἀσπιδηφόρος, ον (Α) 1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα 2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.) 3. ως ουσ. ο στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε λόγους… … Dictionary of Greek
ἀσπιδηφόρος — shield bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδηφόρον — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem acc sg ἀσπιδηφόρος shield bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδηφόροι — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδηφόροις — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδηφόρου — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδηφόρους — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδηφόρων — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
ασπιδηστρόφος — ἀσπιδηστρόφος, ον (Α) αυτός που ξέρει να χειρίζεται την ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + στροφος < στρέφω. Ο τ. ασπιδηστρόφος κατά το πρότυπο του ασπιδηφόρος] … Dictionary of Greek
ασπιδοφόρος — ἀσπιδοφόρος, ον (AM) ο ασπιδηφόρος* … Dictionary of Greek