Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀσκαρδάμυκτος

См. также в других словарях:

  • ασκαρδάμυκτος — ἀσκαρδάμυκτος, ον (Α) [σκαρδαμύσσω] 1. αυτός που δεν κινεί τα βλέφαρα 2. επίρρ. ἀσκαρδαμυκτί χωρίς να ανοιγοκλείνει κάποιος τα μάτια, ατενώς …   Dictionary of Greek

  • ἀσκαρδάμυκτος — not blinking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκαρδαμύκτως — ἀσκαρδάμυκτος not blinking adverbial ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκαρδάμυκτον — ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem acc sg ἀσκαρδάμυκτος not blinking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκαρδαμύκτοις — ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκαρδαμύκτοισιν — ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκαρδάμυκτοι — ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»