-
1 ασκαρδάμυκτος
-
2 ἀσκαρδάμυκτος
-
3 ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκαρδᾰμυκτ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσκαρδάμυκτος
-
4 ασκαρδαμύκτως
ἀσκαρδάμυκτοςnot blinking: adverbialἀσκαρδάμυκτοςnot blinking: masc /fem acc pl (doric) -
5 ἀσκαρδαμύκτως
ἀσκαρδάμυκτοςnot blinking: adverbialἀσκαρδάμυκτοςnot blinking: masc /fem acc pl (doric) -
6 ασκαρδάμυκτον
ἀσκαρδάμυκτοςnot blinking: masc /fem acc sgἀσκαρδάμυκτοςnot blinking: neut nom /voc /acc sg -
7 ἀσκαρδάμυκτον
ἀσκαρδάμυκτοςnot blinking: masc /fem acc sgἀσκαρδάμυκτοςnot blinking: neut nom /voc /acc sg -
8 ασκαρδαμύκτοις
-
9 ἀσκαρδαμύκτοις
-
10 ασκαρδαμύκτοισιν
-
11 ἀσκαρδαμύκτοισιν
-
12 ασκαρδάμυκτοι
-
13 ἀσκαρδάμυκτοι
-
14 σκαρδαμύσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαρδαμύσσω
-
15 ἀκάμμυστος
ἀκάμμυστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκάμμυστος
См. также в других словарях:
ασκαρδάμυκτος — ἀσκαρδάμυκτος, ον (Α) [σκαρδαμύσσω] 1. αυτός που δεν κινεί τα βλέφαρα 2. επίρρ. ἀσκαρδαμυκτί χωρίς να ανοιγοκλείνει κάποιος τα μάτια, ατενώς … Dictionary of Greek
ἀσκαρδάμυκτος — not blinking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαρδαμύκτως — ἀσκαρδάμυκτος not blinking adverbial ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαρδάμυκτον — ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem acc sg ἀσκαρδάμυκτος not blinking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαρδαμύκτοις — ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαρδαμύκτοισιν — ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαρδάμυκτοι — ἀσκαρδάμυκτος not blinking masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)