-
1 ἀρχός
1 leader, rulerαἰετὸς ἀρχὸς οἰωνῶν P. 1.7
οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον i. e. Hieron P. 1.73 ἀρχὸς ἐν πρύμνᾳ Jason P. 4.194 ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες sc.τοῦ Ἄργους N. 9.14
ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ, πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων master sc. Helios O. 7.71 -
2 αρχός
-
3 ἀρχός
-
4 ἀρχός
ἀρχός, ὁ,A leader, chief,εἷς δέ τις ἀρχὸς ἀνήρ Il.1.144
: c. gen.,νηῶν 2.493
;οἰωνῶν Pi.P.1.7
; ruler, (Milet., vi B. C.); πόλεως (opp. ἔτης), prob. in E.Fr. 1014.2 = ἄρχων, IG7.3301, al.3 ἀ. ἑῴας, = dux Orientis, ib.14.1073 (iv A. D.).4 of a god, SIG56.26 (Argos, v B. C.).2 the anus, Hp.Haem.2, Epid.5.20. -
5 ἀρχός 2
ἀρχός 2.Grammatical information: m.Meaning: `rectum, anus' (Hp.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Or = 1. ἀρχός, jokingly? - Froehde BB 21, 325 and Specht Ursprung 238 (cf. also 254) think of connection with ὄρρος, what Frisk calls "ganz willkürlich".Page in Frisk: 1,158-159Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρχός 2
-
6 ἀρχός
-
7 αρχος
ὅ1) предводитель, начальник, вождь Hom., Pind.; вожак(αἰετὸς ἀ. οἰωνῶν Pind.)
2) анальное отверстие(ἥ ἔξοδος τῆς τροφῆς καὴ ὅ ἀ. Arst.)
-
8 ἀρχός
ἀρχός: leader, commander.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀρχός
-
9 ἀρχός
-
10 ἀρχός 1
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρχός 1
-
11 άρχος
ο см. άρχοντας -
12 αρχός
ο глава, главный -
13 πρώτ-αρχος
πρώτ-αρχος, zuerst anführend, anfangend, ἄτη, Aesch. Ag. 1165.
-
14 πτολί-αρχος
πτολί-αρχος, ep. statt πολίαρχος.
-
15 πόντ-αρχος
πόντ-αρχος, ὁ, Meerbeherrscher, Osann Syllog. inscr. p. 145.
-
16 περιπόλ-αρχος
περιπόλ-αρχος, ὁ, = Vorigem, Thuc. 8, 92.
-
17 περιστί-αρχος
περιστί-αρχος, der das Reinigungsopfer, περίστια, Verrichtende, Ar. Eccl. 128. S. περιεστ.
-
18 περι-εστί-αρχος
περι-εστί-αρχος, ὁ, Poll. 8, 104, Beamte, welche die Reinigungsopfer für die Volksversammlung besorgten.
-
19 πεμπάδ-αρχος
πεμπάδ-αρχος, ὁ, = Vorigem, Xen. Cyr. 2, 1, 22.
-
20 πεντακοσί-αρχος
πεντακοσί-αρχος, ὁ, = πεντακοσιάρχης, Plut. Alex. 76.
См. также в других словарях:
ἀρχός — leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek
αρχός — ο ο (Α ἀρχός) το ορθό έντερον αρχ. ο αρχηγός, ο στρατηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. απαντά στον Όμηρο και στον Πίνδαρο για να χαρακτηρίσει «τον αρχηγό», ενώ ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης τον χρησιμοποιούν για να δηλώσουν «τον πρωκτό, τον… … Dictionary of Greek
άρχος — ο 1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός 2. ο άρχοντας, ο ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχων, με μεταπλασμό (πρβλ. γέρων > γέρος, δράκων > δράκος, Χάρων > Χάρος)] … Dictionary of Greek
ἀρχοί — ἀρχός leader masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοῦ — ἀρχός leader masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχούς — ἀρχός leader masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχῷ — ἀρχός leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχόν — ἀρχός leader masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
ίλαρχος — ο (Α ἴλαρχος) νεοελλ. ο λοχαγός τού ιππικού στον παλαιό στρατό 2. ο λοχαγός τεθωρακισμένων αρχ. ιλάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος, ταξί αρχος] … Dictionary of Greek