-
41 συν-ύπ-αρχος
συν-ύπ-αρχος, ὁ, Mitstatthalter, bei den Römern Mitpräfect, Sp.
-
42 συγ-χιλί-αρχος
συγ-χιλί-αρχος, Mitoberst, Ios.
-
43 συν-άν-αρχος
συν-άν-αρχος, mit, auch ohne Anfang, K. S.
-
44 συν-ίππ-αρχος
συν-ίππ-αρχος, ὁ, Mitanführer der Reiterei, Her. 7, 88.
-
45 σύν-αρχος
σύν-αρχος, mitherrschend, Arist. pol. 3, 16.
-
46 σίτ-αρχος
σίτ-αρχος, ὁ, = σιτάρχης, w. m. s.
-
47 τρις-έπ-αρχος
τρις-έπ-αρχος, ὁ, dreimal ἔπαρχος, Sp.
-
48 τριττύ-αρχος
τριττύ-αρχος, ὁ, Anführer, Vorsteher einer τριττύς, Poll.
-
49 τριήρ-αρχος
τριήρ-αρχος, ὁ, ältere Form von τριηράρχης; bei Thuc. schwankt der Accent in τριηράρχων, 6, 31 u. sonst; Xen. Hell. 1, 1, 19 Oec. 2, 8; s. Böckh ath. Staatsh. II p. 113. – Bei Her. 8, 93 Befehlshaber einer Triere, wie Pol. 1, 50, 4.
-
50 τόπ-αρχος
τόπ-αρχος, ὁ, auch ἡ, der, die über einen Ort, eine Gegend, ein Land herrscht; γυνὴ τόπαρχος, Aesch. Ch. 653, l. d.; Vorsteher einer Gegend, Landpfleger, Sp.
-
51 τόξ-αρχος
-
52 τεκτόν-αρχος
τεκτόν-αρχος, = ἀρχιτέκτων, Soph. frg. 170, τεκτόναρχος Μοῠσα, bei Poll. 7, 117.
-
53 τελέ-αρχος
τελέ-αρχος, ὁ, eine polizeiliche Obrigkeit in Theben, Plut. reip. ger. praec. 15, wo Winkelmann τέλμαρχος conj.
-
54 ταξί-αρχος
ταξί-αρχος, ὁ, Anführer einer größern Heeresabtheilung, Oberster, Feldhauptmann; Her. 8, 67; τῶν τελέων, 9, 42. – Bes. in Athen der Anführer einer τάξις, die eine φυλή stellte, also einer kleinern Schaar, dasselbe, was bei der Reiterei φύλαρ χος, Dem. 54, 5; Ac. Ach. 543 Av. 353; Thuc. 7, 60; Plat., Xen. u. Folgde, öfter.
-
55 τοίχ-αρχος
τοίχ-αρχος, ὁ, Aufseher über die Ruderknechte an den Seiten des Schiffes, der nächste Rang nach dem ναύτης; Luc. D. meretr. 14; Artemid. 1, 37; Poll. 1, 95.
-
56 φρούρ-αρχος
φρούρ-αρχος, ὁ, Befehlshaber der Wache, der wachhabenden Soldaten; Plat. Legg. VI, 760 d VIII, 843 d; Xen. Cyr. 5, 3,11 u. öfter, An. 1, 1,6; Din. 1, 39; Sp.; der Commandant einer Festung, auch der Anführer der Leibwache. Bei Aristaen. 1, 20 Gefängnißwärter.
-
57 φρᾱτρί-αρχος
φρᾱτρί-αρχος, ὁ, Vorsteher einer φρατρία, magister curiae, Dem. 57, 23.
-
58 φρήτρ-αρχος
φρήτρ-αρχος, ὁ, ion. = φράτραρχος, φρατίαρ-χος, Inscr.
-
59 φρήτ-αρχος
φρήτ-αρχος, ὁ, zw. L. statt φρήτραρχος.
-
60 φύλ-αρχος
См. также в других словарях:
ἀρχός — leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek
αρχός — ο ο (Α ἀρχός) το ορθό έντερον αρχ. ο αρχηγός, ο στρατηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. απαντά στον Όμηρο και στον Πίνδαρο για να χαρακτηρίσει «τον αρχηγό», ενώ ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης τον χρησιμοποιούν για να δηλώσουν «τον πρωκτό, τον… … Dictionary of Greek
άρχος — ο 1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός 2. ο άρχοντας, ο ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχων, με μεταπλασμό (πρβλ. γέρων > γέρος, δράκων > δράκος, Χάρων > Χάρος)] … Dictionary of Greek
ἀρχοί — ἀρχός leader masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοῦ — ἀρχός leader masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχούς — ἀρχός leader masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχῷ — ἀρχός leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχόν — ἀρχός leader masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
ίλαρχος — ο (Α ἴλαρχος) νεοελλ. ο λοχαγός τού ιππικού στον παλαιό στρατό 2. ο λοχαγός τεθωρακισμένων αρχ. ιλάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος, ταξί αρχος] … Dictionary of Greek