-
1 πρώτ-αρχος
πρώτ-αρχος, zuerst anführend, anfangend, ἄτη, Aesch. Ag. 1165.
-
2 πρώταρχος
πρώτ-αρχος, zuerst anführend, anfangend -
3 πρωταρχος
См. также в других словарях:
πρώταρχος — Επικούρειος φιλόσοφος που άκμασε τον 2o αι. π.Χ. Διαδέχτηκε στη σχολαρχία των ομοϊδεατών του τον Βασιλείδη. Διάδοχός του ήταν ο Απολλόδωρος. * * * ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ ο πρώτος, ο αρχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχος*] … Dictionary of Greek