-
1 ἀρχαῖα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρχαῖα
-
2 αρχαιος
31) извечный, древний, первозданный(θεαί Aesch.; παίδες ἀρχαίου Σκότου Soph.)
2) издревле установленный, исконный(Ζηνὸς νόμοι Soph., θυσίαι Plat.)
3) вечный, нерушимый(φάτναι Ζηνός Pind.; πίστις Soph.)
4) старый, старинный(ἐσθής Her.; ἑταῖρος Xen.; χρόνοι Arst.)
5) старый, прежний(ῥέεθρον Her.; ὑποδήματα Xen.)
6) старый (годами)(λάτρις Eur.)
7) старый, обветшалый, тж. надоевший(ἀρχαῖα λέγειν Aesch.; ἀρχαῖα καὴ τεττί γωνἀνάμεστα Arph.)
8) отсталый или простодушный, наивный(σὺ δέ γ΄ ἀ. Arph.; ἀρχαιότερος εἶ τοῦ δἐοντος Plat.)
9) старший(Κῦρος ὅ ἀ. Xen.)
-
3 Ακαδημεια
-
4 Ακαδημια...
Ἀκαδημία...Ἀκαδήμεια, Ἀκᾰδημία(ᾰκ) ἥ Академия1) сад Академа близ Афин, на берегу Кефиса, где учил Платон Arph., Xen., Plat.οἱ ἐκ или ἀπὸ τῆς Ἀκαδημίας Plut., Sext. и οἱ ἐν Ἀκαδημία Plut. — академики, философы платоновской школы;
ἀρχαία, тж. μέση, νέα Ἀ. Plut., Diog.L. — старая, тж. средняя, новая Академия -
5 εκβαινω
дор. ἐκβάω (fut. ἐκβήσομαι, aor. ἐξέβην, pf. ἐκβέβηκα)1) выходить, высаживаться, сходить(νηός Hom. - in tmesi и ἐκ τῆς νεώς Thuc.; ἀπήνης Aesch.)
πετρης ἐ. Hom. — спуститься со скалы2) выходить, уходить3) восходить, подниматься(πρὸς τὰ ὄρη и ἐπὴ τὸν λόφον Xen.)
4) исходитьτίνος βοέ ἐξέβη νάπους ; Soph. — чей крик послышался из рощи?
5) доходить, достигатьεἰς τοῦτ΄ ἐκβέβηκα ἀλγηδόνος, ὥστε … Eur. — в своей скорби я дошла до того, что …6) выходить за пределы, переступать(γαίας ὅρια Eur.)
ἐκβῆναι τέν ἑλικίαν τινός Plat. — выйти за пределы какого-л. возраста;ἐ. τῆς εἰωθυίας διαίτης Plat. — отойти от привычного образа жизни;ἐ. τὸ μέσον Arst. — превысить средний уровень;ἐ. τῆς λεκτικῆς ἁρμονίας Arst. — отклониться от строя разговорной речи;ἐπανελθεῖν, ὁπόθεν ἐξέβην, βούλομαι Dem. — я хочу вернуться к тому, от чего я (в своей речи) отклонился;ἐξέβην ἄλλοσε Eur. — мои мысли были заняты другим7) нарушать(τὸν ὅρκον, τὰ ἀρχαῖα νομοθετηθέντα Plat.)
8) идти, происходитьἢν τὰ οἰκότα ἐκ τοῦ πολέμου ἐκβαίνῃ Her. — если военные действия будут развиваться нормально;
τοιοῦτον ἐκβέβηκεν Soph. — вот что произошло;τὰ ἐκβησόμενα (πρήγματα) Her., Arst. и τὰ μέλλοντα ἐ. Her. — предстоящие события;τὰ ἐκβαίνοντα Dem., Polyb. — события, происшествия;τὸ τελευταῖον ἐκβάν Dem. — конечный исход, результат9) становиться, делатьсяσοφοῖς ὁμιλῶν κἀυτὸς ἐκβήσῃ σοφός Men. — от общения с мудрыми и сам станешь мудрым10) высаживать (на берег), выгружать(τι Hom.; εἰς γαῖάν τινα Eur.)
-
6 Ελλας
I1) adj. f греческая(γλῶσσα Her.; χθών Aesch.)
(ἀνήρ Soph., Eur.)
IIΦθίη ἠδ΄ Ἑ. Hom.
2) собственно Греция, без Эпира, Фессалии и ПелопоннесаἙ. καὴ Πελοπόννησος Dem.
3) вся материковая Греция Hes., Aesch. etc.4) вся Греция, включая острова и греческие области Мал. Азии Her., Thuc. etc.; у Plut. тж. ἥ ἀρχαία Ἑ., в отличие от ἥ μεγάλη Ἑ., лат. Magna Graecia, в южн. Италии -
7 καλλος
- εος τό1) красота(γυναικῶν Hom.; τῶν ἔργων Isocr.; τῶν νεῶν Thuc.; τῆς ψυχῆς, τῶν μαθημάτων, τῶν ὀνομάτων καὴ ῥημάτων Plat.)
ἀσκεῖν ἐς κ. Eur. — наряжаться;εἰς κ. ζῆν Xen. — жить красиво, благородно2) красавицаἙλένη καὴ Λήδα καὴ ὅλως τὰ ἀρχαῖα κάλλη Luc. — Елена, Леда и все вообще красавицы древности
3) pl. красивые вещи (одежда, изделия и пр.)ποικίλα κάλλη Aesch. — богато расшитые ткани;
κάλλη ἱερῶν Dem. — прекрасные храмы;κάλλη οἰκοδομημάτων Plut. — красивые здания -
8 ξυναγωγευς
- έως ὅ1) соединитель, объединитель(τῆς ἀρχαία; φύσεως Plat.)
2) собиратель, устроитель, тж. агитатор(συναγωγεῖς τῶν πολιτῶν Lys.; θιασάρχης καὴ ξ. Luc.)
-
9 συναγωγευς
- έως ὅ1) соединитель, объединитель(τῆς ἀρχαία; φύσεως Plat.)
2) собиратель, устроитель, тж. агитатор(συναγωγεῖς τῶν πολιτῶν Lys.; θιασάρχης καὴ ξ. Luc.)
-
10 ταρχαια
-
11 αρχαίσ
τα1) древности; 2) (тж. η αρχαία) древнегрёчеческий язык -
12 οικογένεια
η1) семья, семейство;αγαπημένη οικογένεια — дружная семья;
συντηρώ οικογένεια — быть кормильцем семьи, содержать семью;
αποκτώ οικογένεια — обзаводиться семьёй;
2) род, фамилия;αρχαία οικογένεια — старинный род;
είμαι από καλή οικογένεια — быть из хорошей семьи;
είμαι ( — или βαστάω) από οικογένεια — происходить из богатой семьи;
κατάγομαι από ευγενή οικογένεια — быть благородного происхождения, происходить из аристократической семьи;
3) биол семейство
См. также в других словарях:
Αρχαία Κόριντος — Sp Archėja Kòrintas Ap Αρχαία Κόριντος/Archaia Korinthos L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αρχαία Ολυμπία — Sp Archėja Olimpijà Ap Αρχαία Ολυμπία/Archaia Olympia L PV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ἀρχαῖα — ἀρχαῖος from the beginning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαία — ἀρχαί̱ᾱ , ἀρχαῖος from the beginning fem nom/voc/acc dual ἀρχαί̱ᾱ , ἀρχαῖος from the beginning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαίᾳ — ἀρχαί̱ᾱͅ , ἀρχαῖος from the beginning fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρχαία Κόρινθος — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.800 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται νοτιοδυτικά και κοντά στην Κόρινθο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορινθίων … Dictionary of Greek
Αρχαία Νεμέα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 742 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, κοντά στη Νεμέα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεμέας … Dictionary of Greek
Αρχαία Ολυμπία — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.286 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται Α του Πύργου και σε απόσταση περίπου 23 χλμ. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου … Dictionary of Greek
Όστια Αρχαία — Τοποθεσία κοντά στο σημερινό προάστιο της Όστιας, περίπου 20 χλμ. ΝΔ της Ρώμης. Η ονομασία της πόλης, η οποία βρίσκεται σήμερα σε απόσταση 2 χλμ. από τη θάλασσα, προέρχεται από την εκβολή του Τίβερη (Ostium), όπου σύμφωνα με την παράδοση είχε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek