-
1 αποκτώ
(α) μετ. прям., перен. приобретать, становиться обладателем, достигать (чего-л.);αποκτώ θέση στην κοινωνία — достигнуть положения в обществе;
απέκτησε φήμη (την εκτίμηση) он завоевал известность (уважение);απέκτησε κακές συνήθειες он приобрёл дурные привычки; δεν απόκτησαν παιδιά у них не было детей; § απόκτησε он разбогател -
2 αποχτώ
-
3 δύναμη
[-ις (-εως)] η1) е разя. знач сила;παληκαρήσια δύναμη — богатырская сила;
παραγωγικές ( — или κινητήριες) δύνάμεις — производительные (движущие) силы;
ηθική δύναμη — сила духа;
δύναμη θελήσεως — сила воли;
δύναμη πυρός — огневая мощь;
φυσικές δύνάμεις — силы природы;
η δύναμη της βαρύτητας физ. — сила тяжести;
δύναμη της έλξεως — а) физ. сила притяжения; — б) сила тяги;
δύναμη ίππων — лошадиная сила;
δύνάμεις της ειρήνης — силы мира;
δύναμη κόμματος — сила партии;
πλήρης δύνάμεων — полный сил;
αποκτώ δύναμη — приобретать влияние;
βχω (τήν) δύναμη — быть в силах, мочь;
δεν έχω την δύναμη να... — у меня не хватает силы, чтобы...; — я не в силах...;
αυτό είναι πάνω από τίς -
4 ειδικότητα
[-ης (-ητος)] η1) специальность, квалификация;τελειοποίηση στην ειδικότητα ( — или της ειδικότητος) — повышение ква- лификации;
αυτό είναι έξω τής ειδικότητός μου — это не по моей специальности;
αποκτώ ειδικότητα — специализироваться;
2) специалист, знаток;είμαι ειδικότητα σε... — быть специалистом в..., по...;
έχω ειδικότητα σε... — я специалист по...
-
5 εύνοια
η благосклонность,, расположение; доброжелательность; благоволение (уст.);εύν της τύχης — благосклонность судьбы;
αποκτώ την εύνοια κάποιου — завоёвывать благосклонность, расположение кого-л.;
έχω την εύνοια κάποιου — пользоваться чьйм-л. расположением;
χάνω την εύνοια κάποιου — впадать в немилость к кому-л.;
απολαύω της εύνρίας τίνος — быть в фаворе у кого-л.;
δείχνω εύνοια — благоволить (к кому-л.)
-
6 ιθαγένεια
η гражданство;αποκτώ ιθαγένεια — принимать гражданство;
αφαιρώ την ιθαγένεια — или στερώ της ιθαγένείας — лишать гражданства
-
7 οικογένεια
η1) семья, семейство;αγαπημένη οικογένεια — дружная семья;
συντηρώ οικογένεια — быть кормильцем семьи, содержать семью;
αποκτώ οικογένεια — обзаводиться семьёй;
2) род, фамилия;αρχαία οικογένεια — старинный род;
είμαι από καλή οικογένεια — быть из хорошей семьи;
είμαι ( — или βαστάω) από οικογένεια — происходить из богатой семьи;
κατάγομαι από ευγενή οικογένεια — быть благородного происхождения, происходить из аристократической семьи;
3) биол семейство -
8 περιουσία
См. также в других словарях:
αποκτώ — και αποχτώ όχτησα, οχτήθηκα, οχτημένος, γίνομαι κάτοχος κάποιου πράγματος, κερδίζω: Απόχτησε μεγάλη περιουσία με το εμπόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκτώ — κ. χτώ (Μ ἀποκτῶ, άω) κάνω κτήμα μου κάτι νεοελλ. αποκτώ παιδί, γεννώ μσν. γνωρίζω κάτι, εξοικειώνομαι με κάτι … Dictionary of Greek
αποκτώ — αποκτάω / αποκτώ (παρατατ. ούσα), απόκτησα και απέκτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναθαρρεύω — αποκτώ ή ανακτώ θάρρος, ενθαρρύνομαι, εμψυχώνομαι «σέ θωρώ κι αναθαρρεύω και τα χέρια μου χτυπώ» (Ιω. Πολέμης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαρρεύω] … Dictionary of Greek
ανακλαδώνομαι — αποκτώ, βγάζω κλαδιά, κλαδώνω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + *κλαδώνομαι < κλαδί. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αγγελο Βλάχο το 1886 «ανεκλαδώθησαν σπόροι εις δένδρον»] … Dictionary of Greek
οδοντοφυώ — αποκτώ δόντια, βγάζω τα πρώτα δόντια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
προλαγχάνω — Α 1. λαμβάνω, αποκτώ κάτι με κλήρο πρώτος 2. αποκτώ κάτι ως τυχερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λαγχάνω «αποκτώ με κλήρο»] … Dictionary of Greek
άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… … Dictionary of Greek