Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(γυναικῶν

См. также в других словарях:

  • γυναικών — masc nom/voc sg γυναικωνῖτις women s apartments masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικῶν — γυναικόω make effeminate pres part act masc voc sg (doric aeolic) γυναικόω make effeminate pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) γυναικόω make effeminate pres part act masc nom sg γυναικόω make effeminate pres inf act (doric) γυνή… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναίκων — γυναικόω make effeminate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γυναικόω make effeminate imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα. — (κοὐκ ἐκκλησίαι). См. Знай, баба, свое кривое веретено …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γυναικῶνα — γυναικών masc acc sg γυναικωνῖτις women s apartments masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικῶνας — γυναικών masc acc pl γυναικωνῖτις women s apartments masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικῶνι — γυναικών masc dat sg γυναικωνῖτις women s apartments masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικῶνος — γυναικών masc gen sg γυναικωνῖτις women s apartments masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • φεμινισμός — Ιδεολογικό κίνημα, που διεκδικεί την εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Φαινόμενο τυπικό των νεότερων χρόνων, εμφανίζεται ως θεωρία με τη Γαλλική επανάσταση. Έως τότε, το ζήτημα της θέσης της γυναίκας σε σχέση… …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»