-
1 αρυστήρ
-
2 ἀρυστήρ
-
3 ἀρυστήρ
A = ἀρυτήρ, Alc.Supp.4.9, Semon.25, Hp.Genit. 9, Inscr.Cos42b, IG11.154A66, 161 C63 (Delos, iii B.C.): dat. pl.ἀρυστήρεσσι Call.Aet.1.1.17
: name of a liquid measure, Hdt.2.168.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρυστήρ
-
4 αρυστήρα
-
5 ἀρυστῆρα
-
6 αρυστήρας
-
7 ἀρυστῆρας
-
8 αρυστήρες
-
9 ἀρυστῆρες
-
10 αρυστήρος
-
11 ἀρυστῆρος
-
12 αρυστήρεσσι
-
13 ἀρυστήρεσσι
-
14 ἀπάρυστρον
ἀπάρυστρον, τό,A = ἀρυστήρ, IG11(2).110.27 (Delos, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπάρυστρον
-
15 ἀρυσᾶς
-
16 ἀρύω 1
ἀρύω 1.Grammatical information: v.Meaning: `draw (water)' (Hes.).Other forms: Aor. ἀρῠ́σαιCompounds: οἰν-ήρυσις (Ar.)Derivatives: ἀρυστήρ, - ῆρος m. `spoon'. ἄρυσ-τις f. `ladle' (S.); Schwyzer 504, Chantr. Form. 275f. ἀρυσάνη (Timo), cf. λεκάνη etc.; ἄρυσος m. `wicker-basket' (Hdn.), cf. τάμισος, πέτασος etc., Schwyzer 516, Chantr. Form. 435.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Frisk, Eranos 50, 1952, 1-8 takes it as *Ϝαρύω (cf. (Ϝ)αρυσσάμενος Hes. Op. 550) and connects Arm. gerem `(take) prisoner)', and εὑρίσκω `find' (as * uer-) and OIr. fūar `inveni'; the Greek - α- would be a problem, in spite of Frisk's comparisons; most uncertain. (S. also εἴρερον.)Page in Frisk: 1,157-158Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρύω 1
См. также в других словарях:
αρυστήρ — ἀρυστήρ, ο (Α) [αρύω] αγγείο για μέτρηση υγρών … Dictionary of Greek
ἀρυστήρ — liquid measure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυστῆρα — ἀρυστήρ liquid measure masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυστῆρας — ἀρυστήρ liquid measure masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυστῆρες — ἀρυστήρ liquid measure masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυστῆρος — ἀρυστήρ liquid measure masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυστήρεσσι — ἀρυστήρ liquid measure masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… … Dictionary of Greek
επαρυστήρ — ἐπαρυστήρ, ο και ἐπαρυστρίς, η (Α) μικρό αγγείο με το οποίο έχυναν λάδι στο λυχνάρι («ἐπαρυστρίδας καὶ πάντα τὰ ἀγγεῑα τοῡ ἐλαίου», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρυστήρ (παράλληλος τ. τού αρυτήρ) «μέτρο υγρών»] … Dictionary of Greek
λιμνηστρίς — λιμνηστρίς, ίδος, γεν. και λημνίτιδος, ἡ (Α) λιμνησία,* αδάρκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμνηστήρ + επίθ. τρις (πρβλ. αρυστήρ: αρυστρίς)] … Dictionary of Greek
aus- (*heuks) — aus (*heuks) English meaning: to draw (water), ladle, *shed blood Deutsche Übersetzung: ‘schöpfen” Root aus : “to draw (water), ladle” derived from the stem: au̯/е/ , aue̯ nt : of Root au(̯ e) 9, au̯ed , au̯er : “to flow, to wet;… … Proto-Indo-European etymological dictionary