-
1 αρτοθήκη
ἀρτοθήκηpantry: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀρτοθήκηpantry: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀρτοθήκη
Βλ. λ. αρτοθήκη -
3 ἀρτοθήκῃ
Βλ. λ. αρτοθήκη -
4 ἀρτοθήκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτοθήκη
-
5 αρτοθήκην
-
6 ἀρτοθήκην
-
7 αρτοθήκης
-
8 ἀρτοθήκης
-
9 πεττεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεττεία
См. также в других словарях:
ἀρτοθήκη — pantry fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοθήκῃ — ἀρτοθήκη pantry fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοθήκην — ἀρτοθήκη pantry fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοθήκης — ἀρτοθήκη pantry fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
πευδρία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «αρτοθήκη» … Dictionary of Greek