См. также в других словарях:
πευθείς — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἑψηθείς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί του πεφθείς < πέσσω «ψήνω, βράζω»] … Dictionary of Greek
πευθείς — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἑψηθείς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί του πεφθείς < πέσσω «ψήνω, βράζω»] … Dictionary of Greek