Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρτίπος

См. также в других словарях:

  • ἀρτίπος — ἀρτίπους sound of foot masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Artipvs — ARTIPVS, i, Gr. Ἀρτίπος, ου, ein Beynamen des Mars beym Homer, weil er leicht zu Fuße und von gefunden Füßen ist, weswegen sich auch Venus, wie Vulcan klaget, in ihn verliebet haben soll. Hom. Odyss. Θ. 310 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • αελλόπος — ἀελλόπος ( ποδός), ο, η ομηρικός τύπος αντί ἀελλόπους (όπως ἀρτίπος, οἰδίπος κ.λπ.) (Α) αυτός που είναι γρήγορος στα πόδια σαν τη θύελλα, ταχύπους, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + πούς ο σχηματισμός σε πος κατά την αιτ. πόδα, πρβλ. μτγν. τ.… …   Dictionary of Greek

  • σθεναρός — ή, ό / σθεναρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ. δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»