-
1 ἀρρωστέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρωστέω
-
2 ἀρρώστημα
A illness, sickness, Hp.Flat.9, D.2.21, 26.26, Arist.PA 671b9: pl., of epidemics, SIG943.6 (Cos, iii B.C.).2 moral infirmity, Plu.Nic.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρώστημα
-
3 ἀρρωστηματικός
A sickly, Vett.Val.68.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρωστηματικός
-
4 ἀρρωστήμων
A = ἄρρωστος, Eup.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρωστήμων
-
5 ἀρρωστία
ἀρρωστ-ία, ἡ,A weakness, sickness, Hp.VM6, etc.: pl., Arist.EN 1115a2, SIG731.7 (Tomi, i B. C.): esp. lingering ailment, bad state of health, Phryn.PSp.10 B.;ἀ. τοῦ ἀδικεῖν Pl.R. 359b
.2 moral weakness, D.Prooem.53; loss of morale, Th.7.47;ἀ. τις διανοίας Arist. Ph. 253a33
: c. gen., ἀ. τοῦ στρατεύειν lack of eagerness to serve, Th. 3.15, cf. Phryn.PSp.10 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρωστία
-
6 ἄρρωστος
A weak, sickly, Arist. HA 634b14, Plu.2.465c. Adv.-τως, ἔχειν Aeschin.2.14
, cf. D.H.7.12;διακεῖσθαι Isoc.19.20
.2 in moral sense, weak, feeble,τὴν ψυχήν X.Ap.30
, cf. Oec.4.2 ([comp] Comp.).3 ἀρρωστότερος ἐς τὴν μισθοδοσίαν remiss in payment, Th.8.83. [ᾰρωστος AP11.206
(Lucill.).]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρρωστος
-
7 ῥώννυμι
Grammatical information: v.Meaning: `to strengthen, to invigorate', midd. `to be, to become strong', also `to insist on smth., to be determined' (Pherekyd., Hp.).Other forms: - ύω (Ti. Locr. a.o.), aor. ῥῶσαι (Hdt., Att.), pass. ῥωσθῆναι, fut. ῥώσω (Att.), very often perf. midd. w. pres. meaning ἔρρωμαι (Att.).Derivatives: ῥώ-μη f. `strength, vigour, power' with - μαλέος `strong' (IA.), - σις ( ἐπί-, ἀνά- ῥώννυμι) f. `strenghtening', - στικός `strengthening, strong' (late), - στήριον παρορμητήριον Phot., - σταξ m. `hold, support, bearer' (Tz.), ἄ-ρρωστος `weak, indisposed' with ἀρρωστ-ία, - έω, - ημα a.o. (IA.); ῥωρός σφοδρός. H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The regular stemformation with generalized ῥω(σ)- cannot be old; in any case the present is an innovation (Schwyzer 697 w. lit.). A new present *ῥώσκομαι is indicated by ῥωσκομένως `with power' (Hp.). Further indications for a judgement do not exist; the etymology is unknown. Relation with ῥώομαι (s.v.) seems possible.Page in Frisk: 2,668Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥώννυμι
См. также в других словарях:
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
καυλιάρης — α, ικο αυτός που έχει συχνές και έντονες σεξουαλικές διεγέρσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης, κουλτουρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
καψιδιάρης — ο αυτός που υποφέρει από καψίδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καψίδι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης, ψωρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
νοσιάρης — νοσιάρης, ες (Μ) 1. αυτός που προκαλεί βλάβη 2. αυτός που νοσεί ηθικά, διεφθαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης)] … Dictionary of Greek
νυκταλωπιώ — (Α νυκταλωπιῶ, άω) νεοελλ. πάσχω από νυκταλωπία, βλέπω καλύτερα όταν το φως είναι λίγο και ασθενές, παρά όταν είναι άπλετο και ισχυρό αρχ. πάσχω από νυκταλωπίαση, εξασθενεί η όρασή μου κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτάλωψ «αυτός που βλέπει κατά… … Dictionary of Greek
νυμφιώ — νυμφιῶ, άω (Α) (για θηλ. άλογο) έχω οργασμό, γίνομαι μανιώδης για οχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. αρρωστ ιώ)] … Dictionary of Greek
ορθοτριχιώ — ὀρθοτριχιῶ, άω (Α) ορθοτριχώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθοτριχῶ, κατά τα ρ. σε ιῶ / ιάω (πρβλ. αρρωστ ιώ)] … Dictionary of Greek
περιπνευμονιώ — και περιπλευμονιῶ, άω, Α πάσχω από περιπνευμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπνευμονία / περιπλευμονία + κατάλ. ιῶ (πρβλ. αρρωστ ιώ)] … Dictionary of Greek
περιπρωκτιώ — άω, Α κινούμαι, περπατώ κουνώντας τα οπίσθιά μου εδώ και εκεί, σαυλοπρωκτιώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρωκτός + κατάλ. ιῶ (πρβλ. αρρωστ ιῶ)] … Dictionary of Greek
πλαδδιώ — άω, Α (λακων. λ.) 1. φλυαρώ, λέω ανοησίες, μωρολογώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «πλαδ(δ)ιῇ ματαΐζει, σοβαρεύεται» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «παραφρονῶ, πλησιάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. πλαδδ ιάω εμφανίζει κατάλ. ιάω/ ιῶ, η οποία απαντά σε ρ. που… … Dictionary of Greek
πληθωριώ — άω, Α εμφανίζω πληθώρα αίματος, αύξηση τού όγκου τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθώρα + κατάλ. ιάω / ιῶ, που απαντά σε ρ. δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. αρρωστ ιώ, ναυτ ιώ)] … Dictionary of Greek