-
1 ἄρωστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρωστος
-
2 άρωστον
-
3 ἄρωστον
-
4 ἄρρωστος
A weak, sickly, Arist. HA 634b14, Plu.2.465c. Adv.-τως, ἔχειν Aeschin.2.14
, cf. D.H.7.12;διακεῖσθαι Isoc.19.20
.2 in moral sense, weak, feeble,τὴν ψυχήν X.Ap.30
, cf. Oec.4.2 ([comp] Comp.).3 ἀρρωστότερος ἐς τὴν μισθοδοσίαν remiss in payment, Th.8.83. [ᾰρωστος AP11.206
(Lucill.).]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρρωστος
См. также в других словарях:
ἄρωστον — ἄρωστος masc/fem acc sg ἄρωστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)