-
1 αρρηφόρος
-
2 ἀρρηφόρος
-
3 ἀρρηφόρος
Grammatical information: f.Meaning: name of the girls, who in Athens carried the symbols of Athena in procession (Paus.).Derivatives: ἀρρηφορία `procession of ἀρρηφόροι' (Lys.)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. In antiquity derived from ἄρρητος `unsaid, mystrerious' (with ununderstandable loss of - το-; there is no evidence for *ἀρρητ-), resp. ἔρση `dew', also name of a daughter of Kekrops. Adrados, Emerita 19 (1951) 117-133. Burkert, Hermes 94 (1966) 1ff.Page in Frisk: 1,151-152Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρρηφόρος
-
4 ἀρρηφόρος
ἀρρη-φόρος, ἡ, at Athens,A maiden who carried the symbols of Athena Polias in procession, Paus.1.27.3, Plu.2.839c, etc. (wrongly expl. by Gramm. as shortd. for ἀρρητο-: ἀρρη-, = ἕρση, q.v.; cf. Ἑρσηφόροι).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρηφόρος
-
5 ἐῤῥη-φόροι
ἐῤῥη-φόροι, αἱ, nach Moeris αἱ τὴν δρόσον φέρουσαι τῇ Ἔρσῃ. Vgl. ἀῤῥηφόρος.
-
6 αρρηφόροι
-
7 ἀρρηφόροι
-
8 αρρηφόροιο
-
9 ἀρρηφόροιο
-
10 αρρηφόροις
-
11 ἀρρηφόροις
-
12 αρρηφόρους
-
13 ἀρρηφόρους
-
14 αρρηφόρω
-
15 ἀρρηφόρῳ
-
16 αρρηφόρων
-
17 ἀρρηφόρων
-
18 ἀρρητοφόρος
A v. ἀρρηφόρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρητοφόρος
-
19 ἀρρηφορέω
II applied to the service of the Jewish High Priest, Ph.1.377.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρηφορέω
-
20 ἐρρηφόρος
A = ἀρρηφόρος, ib.902. (Cf. ἐρση-φορία, -φόρος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρρηφόρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αρρηφόρος — ἀρρηφόρος, η (Α) κοπέλα που έπαιρνε μέρος στην πομπή των Αρρηφορίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρρηφόρος καθώς και οι σημασιολογικά παράλληλοι τ. ερρηφόρος και ερσηφόρος είναι αβέβαιης ετυμολ. και έχουν γίνει πολλές υποθέσεις για την προέλευσή τους.… … Dictionary of Greek
ἀρρηφόρος — maiden who carried the symbols fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρηφόροιο — ἀρρηφόρος maiden who carried the symbols fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρηφόρῳ — ἀρρηφόρος maiden who carried the symbols fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρηφορία — Αρχαία γιορτή της Αθηνάς Πολιάδας, που ονομάστηκε έτσι από τις τέσσερις Αρρηφόρες κόρες. Εορταζόταν το καλοκαίρι, τον μήνα Σκιροφοριώνα (περίπου Ιούνιο). Οι Αρρηφόρες έμεναν στην Ακρόπολη πολλούς μήνες, φορώντας άσπρη εσθήτα και χρυσά κοσμήματα… … Dictionary of Greek
αρρηφορώ — ἀρρηφορῶ ( έω) (Α) [αρρηφόρος] τελώ τα Αρρηφόρια … Dictionary of Greek
ἀρρηφόροι — masc nom/voc pl ἀρρηφόρος maiden who carried the symbols fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρηφόροις — Ἀρρηφόροι masc dat pl ἀρρηφόρος maiden who carried the symbols fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρηφόρους — Ἀρρηφόροι masc acc pl ἀρρηφόρος maiden who carried the symbols fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρηφόρων — Ἀρρηφόροι masc gen pl ἀρρηφόρος maiden who carried the symbols fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)