-
1 αριθμοί
-
2 ἀριθμοῖ
-
3 αριθμοί
-
4 ἀριθμοί
-
5 Αριθμοί
Αριθμοί οιЧисла – книга из Ветхого Завета, четвертая из Пятикнижья МоисеяЭтим.Книга «Чисел» была названа Семьюдесятью переводчиками по смыслу своего содержания. В тексте оригинала она называется Bemidh-bar «в пустыне», по первому предложению книги -
6 αριθμος
(ᾰ) ὅ1) количество, числоἀριθμῶ и ἐς ἀριθμόν Her., (τὸν) ἀριθμόν Xen., Plat. и εἰς τὸν ἀριθμόν Men. — числом, численно, по количеству;
ἀ. σωματικός или αἰσθητός Arst. — именованное число:ἀ. μαθηματικός Arst. — отвлеченное число;πλῆθος ἐς ἀριθμόν Her. — численный состав2) протяжение, длина(ὁδοῦ Xen.)
3) длительность, промежуток(χρόνου Aeschin.)
4) сумма(ἀργυρίου Xen.)
ὅ πᾶς ἀ. Thuc. — общая сумма, итог5) подсчет, исчисление(ἀριθμὸν ποιεῖσθαι Her. и ποιεῖν Plat.)
ἀριθμῷ Her. — в определенном количестве, но тж. Thuc. в числовом выражении, в цифрах6) наука о числе, искусство счисления(ἀριθμὸν εὑρεῖν Plat. или ἐξευρεῖν Aesch.)
7) перекличка8) вес, достоинство, значениеοὐκ εἰς ἀριθμὸν ἥκειν λόγων Eur. — не приниматься в расчет;
τούτων ἀ. οὐδείς ἐστι Plut. — это не имеет никакого значения9) pl. числовые отношения, связное целое, совокупность(ἅπαντες οἱ ἀριθμοί Isocr.; οἱ τοῦ σώματος ἀριθμοί Plat.)
10) вещь (по порядку), номер(ὅ δεύτερος ἀ. Eur.)
11) пустое число (без содержания)ἀ. τῶν λόγων Soph. — набор пустых слов;
(ὅ) ἀ. Eur., Arph.; — ничтожество12) грам. число -
7 ποσακις
(ᾰ) adv.1) сколько раз Plat., Luc., NT.2) столько разοἱ π. πόσοι ἀριθμοί Arst. — числа, помноженные сами на себя, т.е. квадратные;
οἱ π. π. πόσοι (ἀριθμοί) Arst. — кубические числа -
8 αριθμός
ο1) число;ακέραιος αριθμ — целое число;
κλασματικός αριθμ — дробь;
άρτιος (περιττός) αριθμός — чётное (нечётное) число;
συμμιγείς αριθμοί — смешанные числа;
στρογγυλός αριθμός — круглое число;
αφηρημένος αριθμός — отвлечённое число;
διψήφιος αριθμ — двузначное число;
2) количество;σε μεγάλο αριθμό — в большом количестве;
3) цифра;οι αριθμοί — цифровые данные;
4) номер;αριθμός του σπιτιού — номер дома;
αριθμός εφημερίδος — номер газеты;
αύξων αριθμός — порядковый номер;
κατ' αύξοντα αριθμόν — номера по порядку;
αριθμός πρωτοκόλλου — номер протокола;
5) номер, мерка, размер;αριθμός υποδημάτων — номер обуви;
τί αριθμό παπούτσια φορείς; — какой номер обуви ты носишь?;
6) грам, число;ενικός αριθμός — единственное число;
πληθυντικός αριθμός — множественное число
-
9 εὐ-λόγιστος
εὐ-λόγιστος, wohl berechnend, überlegend, vorsichtig, Arist. rhet. 2, 8; καὶ φρένας ἔχοντες Pol. 10, 2, 7; von Plut. consol. ad Apollon. p. 318 erkl. ὁ τὸν οἰκεῖον ὅρον ἔχων καὶ δυνάμενος φέρειν δεξιῶς τά τε προςηνῆ καὶ τὰ λυπηρά κ. τ. λ., also ein kluger u. ruhiger Mann; – gut berechnet, wohl überlegt, αἰτίαι D. Hal. 1, 4; ὁδὸς εὐλ. καὶ ἀσφαλής 5, 55; Plut. u. a. Sp.; von Zahlen, leicht zu berechnen, ἀριϑμοί Arist. sens. 3; dem περιττός entgegengesetzt, id. Metaphys. – Adv., εὐλογίστως καὶ πρᾴως φέρειν D. Hal. 4, 21; Plut. C. Gracch. E.
-
10 ἀριθμός
ἀριθμός (ἄρω, ἀρϑμός), ὁ, 1) das Aneinandergefügte, Menge, Zahl, Od. 4, 451 λέκτο δ' ἀριϑμόν, 16, 246 εἴσεαι ἀριϑμόν, 11, 449 μετ' ἀνδρῶν ἵζει ἀριϑμῷ; – Soph. Ai. 1165; in Prosa sehr gew., πολλοὶἀριϑμῷ, viel an Zahl, Her. 3, 6; οὐδὲ ἓν ἀριϑμῷ 3, 6; πλείους τὸν ἀριϑμόν Plat. Conv. 190 d; Xen. Hell. 3, 4, 13; Arist. oft, rhet. ad Alex. 1 τοσαῠτα ἀριϑμῷ; ib. 2 ἑπτὰ τὸν ἀριϑμόν; κατ' ἀριϑμόν, ἐς ἀριϑμόν Her. 7, 60. 97; das Zahlensystem, Plat. Gorg. 147 e; die Zahlenkunst, καὶ λογισμός Phaedr. 274 c; Maaß, σώματος Legg. II, 668 d; ὁδοῠ Xen. An. 2, 2, 6. – 2) Zählung, ἀριϑμὸν ποιέεσϑαι τῆς στρατιῆς Her. 7, 59; τῶν νεῶν 8, 7; ποιεῖν, Zählung, Musterung halten, Xen. An. 1, 2, 9. 7, 1, 7; τὸν ἀριϑμὸν λαμβάνειν Timocl. com. Ath. VII, 245 b; ἐς ἀριϑμὸν ἐλϑεῖν, sich zählen lassen, Thuc. 2, 72; ἐν ἀριϑμῷ εἶναι, mitgezählt werden, d. i. in Achtung stehen, u. häufiger ἐν οὐδενὶ ἀριϑμῷεἶναι, unbeachtet, verachtet sein, Sp.; ἔσχατοι εἰς τὸν ἀριϑμόν Men. bei Stob. fl. 121, 11; οὔτ' ἐν λόγῳ οὔμ' ἐν ἀριϑμῷ orac. bei Schol. Theocr. 14, 48; vgl. Callim. 9 (V, 6). – 3) Vollzähligkeit, ἅπαντας τοὺς ἀριϑμοὺς περιλαβών, in jeder Hinsicht alles umfassend, Isocr. 11, 16; ὁ πᾶς ἀρ., die Gesammtsumme, Thuc. 2, 7; πάντες ἀριϑμοὶ τοῠ καϑήκοντος, der Inbegriff aller Pflichten, M. Anton. 3, 1. – 4) Zahl, im Ggstz des inneren Gehaltes, ταῠτ' οὐκ ἀριϑμός ἐστι λόγων, ἀλλ' ἔργα δεινά, nicht leere Worte, Soph. O. C. 383; vgl. Eur. Tr. 476 Bacch. 209; Ion. 1014 οὐκ ἀριϑμὸν ἄλλως, ἀλλ' ὑπερτάτους Φρυγῶν; dah. auch ein Mensch ohne Werth so heißt, Ar. Nubb. 1204, eine Null; vgl. Hor. Ep. 1, 2, 27 nos numerus sumus.
-
11 ὑπο-βαίνω
ὑπο-βαίνω (s. βαίνω), 1) sich darunterstellen, dah. als Stütze od. Grundlage darunter stehen, als Basis dienen, Sp.; – weiter nach unten, weiter gegen das Ende zu gehen, μικρὸν ὑποβάς, ein wenig weiter unten im Text, Sp. – 2) Uebertr., herabsteigen, ablassen von Etwas, τινός, τοῦ αὐχήματος ἑκόντες ὑποβήσονται D. Hal. 8, 48; daher τεσσαράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης (τυραμίδος) τωὐτὸ μέγαϑος, unter die gleiche Größe der andern Pyramiden um 40 Fuß herabsteigend, d. h. sie um so viel niedriger als die andern bauend, Her. 2, 127. – Dah. abnehmen, von der Ebbe, Plut. plac. phil. 3, 17; weniger werden, καϑάπερ ὑποβέβηκεν ἑκάστῳ τὸ τίμημα Plat. Legg. VI, 775 b; Ggstz von ἐπιδίδωμι, Philostr. gymn. 1; οἱ ὑποβεβηκότες ἀριϑμοί, die kleineren Zahlen, S. Emp. adv. phys. 1, 306; – vom Range, niedriger, nachstehen, Sp.
-
12 αρμονικος
31) сведущий в законах гармонии, т.е. в музыке Plat.2) гармоничный(ἀριθμοί Arst.)
3) посвященный музыке(πραγματεία Plut.)
-
13 μοναδικος
-
14 ξυμφωνος
21) созвучный, стройно звучащий(χορδαί HH.)
2) звучащий в ответ, откликающийсяτῆς βοῆς σ. λιμήν Soph. — гавань, отзывающаяся эхом на крик
3) стройный, пропорциональный, размеренный, гармоничный(ἀριθμοί Plat.; φοραί Arst.)
4) согласующийся, соответствующийβίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Plat. — жизнь, в которой слова соответствуют делам
5) согласный, дружный, единодушный(δεξιώματα Soph.)
6) достигнутый (взаимным) соглашением, согласованный(ὅροι Diod.)
7) последовательныйὃ ἐὰν συσταίη αἰσθάνεσθαι τὰ φυτά, σύμφωνον ἔσται Arst. — если он (т.е. Платон) станет утверждать, что растения чувствуют, это будет (с его точки зрения) последовательно
-
15 συμφωνος
21) созвучный, стройно звучащий(χορδαί HH.)
2) звучащий в ответ, откликающийсяτῆς βοῆς σ. λιμήν Soph. — гавань, отзывающаяся эхом на крик
3) стройный, пропорциональный, размеренный, гармоничный(ἀριθμοί Plat.; φοραί Arst.)
4) согласующийся, соответствующийβίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Plat. — жизнь, в которой слова соответствуют делам
5) согласный, дружный, единодушный(δεξιώματα Soph.)
6) достигнутый (взаимным) соглашением, согласованный(ὅροι Diod.)
7) последовательныйὃ ἐὰν συσταίη αἰσθάνεσθαι τὰ φυτά, σύμφωνον ἔσται Arst. — если он (т.е. Платон) станет утверждать, что растения чувствуют, это будет (с его точки зрения) последовательно
-
16 τακτικος
-
17 υποβαινω
1) сходить, спускаться нижеτεσσαράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης Her. — спустившись на 40 футов ниже другой (пирамиды), т.е. построив ее на более низком уровне;
καθάπερ ὑποβέβηκεν τὸ τίμημα Plut. — по мере снижения оценки (имущества), т.е. сообразно с имущественным цензом2) находиться внизу3) ( о море) отливать, убывать Plut. -
18 υποσυμβολος
-
19 αντίστροφος
η, ο [ος, ον ]1) перевёрнутый, опрокинутый; 2) обратный, противоположный;αντίστροφοι αριθμοί — обратные числа
-
20 αρνητικός
См. также в других словарях:
Αριθμοί — Το τέταρτο βιβλίο της Πεντατεύχου. Ο τίτλος προέρχεται από την αρίθμηση (απογραφή) των Ισραηλιτών με την οποία αρχίζει το βιβλίο. Σε αυτό εξιστορείται η πορεία των Ισραηλιτών από το Σινά έως τη χώρα Μωάβ. Τα 36 κεφάλαια του βιβλίου χωρίζονται σε… … Dictionary of Greek
ἀριθμοῖ — ἀριθμέω number pres opt act 3rd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμοί — ἀριθμός number masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγαδικοί αριθμοί — Αριθμοί που αποτελούνται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες. Είναι γνωστό ότι η εξίσωση αx = β (πρώτου βαθμού), όπου α, β είναι ρητοί αριθμοί και α ≠ 0, έχει μία και μόνο μία λύση. Αυτό ισχύει, γενικότερα, και στην περίπτωση, που οι α, β… … Dictionary of Greek
φίλοι αριθμοί — Δύο φυσικοί αριθμοί ονομάζονται φίλοι όταν ο καθένας τους ισούται με το άθροισμα των διαιρετών του άλλου (μεταξύ των διαιρετών συγκαταλέγεται ο 1, εξαιρείται όμως ο ίδιος ο αριθμός). Έτσι, είναι φίλοι οι αριθμοί 220 και 284 (οι διαιρέτες του… … Dictionary of Greek
αρνητικοί αριθμοί — Οι πραγματικοί αριθμοί, οι μικρότεροι από το μηδέν. Γενικότερα σε ένα δοθέν διατεταγμένο σώμα ονομάζονται α.α., τα στοιχεία του εκείνα τα οποία, ως προς τη διάταξη του σώματος, παίζουν τον ίδιο ρόλο με τους α.α. μέσα στο σώμα των πραγματικών… … Dictionary of Greek
περιοδικοί δεκαδικοί αριθμοί — Δεκαδικό είναι ένα κλάσμα όταν στον παρονομαστή του έχει μια δύναμη του 10. Επειδή το 10 είναι το γινόμενο των πρώτων παραγόντων 2 και 5, φαίνεται εύκολα ότι ένα κλάσμα με μ και ν πρώτους προς αλλήλους, μπορεί να γραφεί ως δεκαδικό μόνο όταν ο… … Dictionary of Greek
τέλειοι αριθμοί — Κατά τον ορισμό των πυθαγόρειων, ένας φυσικός αριθμός θεωρείται τέλειος, όταν προκύπτει ως άθροισμα των διαιρετών του, συμπεριλαμβανομένης και της μονάδας. Εάν 2ν–1 είναι πρώτος αριθμός, δηλαδή διαιρετός μόνο από τον εαυτό του και τη μονάδα, τότε … Dictionary of Greek
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
παράγοντας και κοινός παράγοντας — (Μαθημ.). Οποιοιδήποτε αριθμοί, όταν συνδέονται μεταξύ τους με την πράξη του πολλαπλασιασμού, είναι οι παράγοντες του γινομένου τους. Ο πολλαπλασιασμός τελείται μεταξύ παραγόντων και έτσι η έννοια π. είναι σύμφυτη με την πράξη αυτή. Κάθε γινόμενο … Dictionary of Greek