-
1 αφηρημένος
-
2 ἀφῃρημένος
-
3 αφηρημένος
η, ο[ν] 1.1) рассеянный, невнимательный; 2) абстрактный, отвлечённый;αφηρημένη τέχνη — абстракционизм;
αφηρημένος αριθμός — отвлечённое число;
αφηρημένη έννοια — абстрактное понятие;
αφηρημένα ουσιαστικά — отвлечённые существительные;
2. (ο) разиня -
4 αφηρημένος
[афиримэнос] επ рассеянный. -
5 ἀφ-αιρέω
ἀφ-αιρέω (s. αἱρέω; Hom. ἀποαιρεῖσϑαι Il. 1, 230; fut. ἀφελῶ N. T. Apocal. 22, 19), wegnehmen, entziehen, von Hom. an, Od. 14, 455, bei allen Schriftstellern; Ggstz προςϑεῖναι Plat. Crat. 431 c; Phaed. 95 e u. sonst; τὰς τραπέζας Philyll. Ath. IX, 408 e; ἀφελεῖν, Ggstz παραϑεῖναι Sosip. com. ib. 378 c; Ggstz προςτιϑέναι Anaxandr. Stob. 117, 1; mit dem bloßen acc., od. τινά τι, Aesch. Eum. 340; Her. 1, 80; τινός τι, Soph. Phil. 921; Ar. Pax 553 u. sonst, obwohl das med. namentlich in der Bdtg »berauben« häufiger ist; τὶ ἔκ τινος Aesch. Eum. 422; αὐτοῖς τὸν δεσμόν, befreite sie von der Hast, Dem. 24, 122; αὐτοῖς τὸ συστρατεύειν, er erließ ihnen den Heereszug, Xen. Cyr. 7, 1, 44; – absondern, trennen, τὸ Ἑλληνικὸν ἀπὸ πάντων Plat. Polit. 262 d. – Viel häufiger ist von Hom. an das med. (aor. ἀφειλόμην; ἀφείλατο D. C. 41, 63; ἀφῃρημένος medial Lys. 25, 28), Einem etwas entreißen, für sich, um es selbst zu haben, ihn einer Sache berauben, τινός τι, Od. 22, 219 ἐπὴν ὑμέων γε βίας ἀφελώμεϑα χαλκῷ, Iliad. 9, 335 τοῖσι μὲν ἔμπεδα κεῖται (τὰ γέρα), ἐμεῦ δ' ἀπὸ μούνου Ἀχαιῶν εἵλετο; τινὸς τέκνα, die Kinder von Einem trennen, Xen. Cyr. 3, 1, 29; vgl. Mem. 1, 5. 3 Hell. 3, 1, 18 u. 7; ταῦτ' ἀφαιρήσεταί τις ὑμῶν; wird er euch dies streitig machen? Dem. 19, 331; vgl. 7, 5; Pol. 3, 75. – Am gewöhnlichsten τινά τι, Il. 1, 182; Soph. Phil. 376; Her. 1, 14 u. öfter; τοὺς ἰατροὺς τὴν δόξαν Plat. Gorg. 457 b u. sonst; im perf., Legg. XII, 958 c; ἀφῄρησαι αὐτὴν, ἀφ' ὧν ἔζη Dem. 45, 70; pass. ἀφαιρεῖσϑαί τι, bes. im aor. ἀφῃρέϑη, ὑφ' ὑμῶν τὸν στέφανον Ar. Nubb. 615, u. sonst; vgl. Xen. Cyr. 6, 1, 12; Dem. 17, 22. – Seltener τινί τι, Od. 1, 9 Il. 1, 161; πρὸς Ἑλλάδος ψόγον, Tadel von Griechenland abwenden, Eur. Tr. 1034; Jemanden von etwas befreien, τινά τινος Luc. Hermot. 63; τί μ' ἄνδρα πολέμιον ἀφείλου μὴ κτανεῖν; was hast du mich gehindert, ihn zu tödten? wo das μή zu merken Soph. Phil. 1275; Sp.; vgl. Andocid. 4. 27; – ἐπιβουλήν, ἐπινοίας τινός, sie hindern, vereiteln, Pol. 10, 12. 30, 5; vgl. Thuc. 4, 134; pass., gehindert werden, Eur. Hipp. 1207. – Bes. bemerke man ἀφαιρεῖσϑαί τινα εἰς ἐλευϑερίαν, Jemand in Freiheit setzen, ihn aus der Knechtschaft herausreißen, Plat. Legg. XI, 914 e; öfter bei Rednern, Aesch. 1, 62 Dem. 58, 19; πρὸς τὴν ἐλ., Luc. Merc. cond. 4; vgl. Plut. Sol. 12. – Her 5, 35 fut. med. passivisch.
-
6 αριθμός
ο1) число;ακέραιος αριθμ — целое число;
κλασματικός αριθμ — дробь;
άρτιος (περιττός) αριθμός — чётное (нечётное) число;
συμμιγείς αριθμοί — смешанные числа;
στρογγυλός αριθμός — круглое число;
αφηρημένος αριθμός — отвлечённое число;
διψήφιος αριθμ — двузначное число;
2) количество;σε μεγάλο αριθμό — в большом количестве;
3) цифра;οι αριθμοί — цифровые данные;
4) номер;αριθμός του σπιτιού — номер дома;
αριθμός εφημερίδος — номер газеты;
αύξων αριθμός — порядковый номер;
κατ' αύξοντα αριθμόν — номера по порядку;
αριθμός πρωτοκόλλου — номер протокола;
5) номер, мерка, размер;αριθμός υποδημάτων — номер обуви;
τί αριθμό παπούτσια φορείς; — какой номер обуви ты носишь?;
6) грам, число;ενικός αριθμός — единственное число;
πληθυντικός αριθμός — множественное число
См. также в других словарях:
αφηρημένος — αφηρημένος, η, ο και αφαιρεμένος, η, ο 1. αυτός που δεν προσέχει σε ό,τι κάνει ή λέει ή γίνεται γύρω του, γιατί η σκέψη του πλανιέται αλλού: Δε σε είδα στο δρόμο, γιατί, φαίνεται, ήμουν αφαιρεμένος. 2. (φιλοσ.), «αφηρημένες έννοιες», αυτές που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφηρημένος — και αφαιρεμένος, η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. του αφαιρώ) 1. αυτός που δεν έχει συγκεντρωμένη την προσοχή του σε κάτι 2. μη καθορισμένος ή συγκεκριμένος, αόριστος 3. «αφηρημένα ουσιαστικά» αυτό που δηλώνουν έννοιες και όχι όντα ή αντικείμενα 4.… … Dictionary of Greek
ἀφῃρημένος — ἀφαιρέω take away from perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφαιριέμαι — αφαιριέμαι, αφαιρέθηκα, αφηρημένος βλ. πίν. 63 και πρβλ. αφαιρούμαι Σημειώσεις: αφαιρούμαι – αφαιριέμαι : αποσπώμαι από το περιβάλλον, δε συγκεντρώνομαι σ αυτό που γίνεται γύρω μου. Η μτχ. αφηρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (αφηρημένος μαθητής … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφαιρούμαι — αφαιρούμαι, αφαιρέθηκα, αφηρημένος βλ. πίν. 77 και πρβλ. αφαιριέμαι Σημειώσεις: αφαιρούμαι – αφαιριέμαι : αποσπώμαι από το περιβάλλον, δε συγκεντρώνομαι σ αυτό που γίνεται γύρω μου. Η μτχ. αφηρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (αφηρημένος μαθητής … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφηρημάδα — η [αφηρημένος] 1. το να είναι κανείς αφηρημένος, η έλλειψη προσοχής, η απροσεξία 2. αστόχαστη ή επιπόλαια ενέργεια … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια … Dictionary of Greek
αλλοτριόγνωμος — ἀλλοτριόγνωμος, ον (Α) αυτός που έχει άλλα πράγματα στον νου του, αφηρημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + γνωμος < γνώμη] … Dictionary of Greek
αφαιρώ — (Α ἀφαιρῶ, έω) 1. παίρνω ένα μέρος από κάτι, αποσπώ 2. στερώ, αποστερώ 3. ελαττώνω, μειώνω νεοελλ. 1. κλέβω, υπεξαιρώ 2. αποβάλλω, βγάζω 3. μαθ. κάνω την πράξη της αφαίρεσης 4. μέσ. αφαιρούμαι ελαττώνεται η πνευματική μου συγκέντρωση ή η προσοχή… … Dictionary of Greek
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek