-
1 πληθυντικός
πληθυντικός, vermehrend, vergrößernd; – bei den Gramm. ὁ πληϑυντικὸς ἀριϑμός = der Plural, daher πλ. = im Plural, in der Mehrzahl, Ggstz ἑνικός, Ath. VII, 299 a; – auch adv., Gramm. oft.
-
2 πληθυντικός
πληθυντικός, vermehrend, vergrößerrnd; Gramm. ὁ πληϑυντικὸς ἀριϑμός = der Plural, daher πλ. = im Plural, in der Mehrzahl -
3 πληθυντικός
πληθυντικόςplural: masc nom sg -
4 πληθυντικός
η, ό[ν] 1. множественный;2. (ο) грам, множественное число;§ (ο)μιλώ στον πληθυντικό — обращаться на «вы»
-
5 πληθυντικός
[плитинтикос] εκ. (γραμ) множественное число. -
6 πληθυντικός
A plural, περὶ τῶν ἑνικῶν καὶ π. ἐκφορῶν, title of work by Chrysippus: ὁ π. (with or without ἀριθμός) D.T.635.30, D.H. Amm.1.9, A.D.Pron.11.2, al.;τὰ π. Longin.23.3
; αἱ π. χρήσεις, opp. αἱ ἑνικαί, Ath.7.299a. Adv.- κῶς
in the plural,Str.
9.1.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πληθυντικός
-
7 πληθυντικά
πληθυντικόςplural: neut nom /voc /acc plπληθυντικά̱, πληθυντικόςplural: fem nom /voc /acc dualπληθυντικά̱, πληθυντικόςplural: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 πληθυντικώτερον
πληθυντικόςplural: adverbial compπληθυντικόςplural: masc acc comp sgπληθυντικόςplural: neut nom /voc /acc comp sg -
9 πληθυντικόν
πληθυντικόςplural: masc acc sgπληθυντικόςplural: neut nom /voc /acc sg -
10 πληθυντικαί
πληθυντικόςplural: fem nom /voc pl -
11 πληθυντικοί
πληθυντικόςplural: masc nom /voc pl -
12 πληθυντική
πληθυντικόςplural: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 πληθυντικήν
πληθυντικόςplural: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 πληθυντικών
-
15 πληθυντικῶν
-
16 αριθμός
ο1) число;ακέραιος αριθμ — целое число;
κλασματικός αριθμ — дробь;
άρτιος (περιττός) αριθμός — чётное (нечётное) число;
συμμιγείς αριθμοί — смешанные числа;
στρογγυλός αριθμός — круглое число;
αφηρημένος αριθμός — отвлечённое число;
διψήφιος αριθμ — двузначное число;
2) количество;σε μεγάλο αριθμό — в большом количестве;
3) цифра;οι αριθμοί — цифровые данные;
4) номер;αριθμός του σπιτιού — номер дома;
αριθμός εφημερίδος — номер газеты;
αύξων αριθμός — порядковый номер;
κατ' αύξοντα αριθμόν — номера по порядку;
αριθμός πρωτοκόλλου — номер протокола;
5) номер, мерка, размер;αριθμός υποδημάτων — номер обуви;
τί αριθμό παπούτσια φορείς; — какой номер обуви ты носишь?;
6) грам, число;ενικός αριθμός — единственное число;
πληθυντικός αριθμός — множественное число
-
17 πληθυντική
-
18 πληθυντικῇ
-
19 πληθυντικής
-
20 πληθυντικῆς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πληθυντικός — plural masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθυντικός — ή, ό / πληθυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [πληθύνω] φρ. «πληθυντικός αριθμός» ή, απλώς, «πληθυντικός» γραμμ. ο αριθμός στην κλίση ονομάτων και ρημάτων που φανερώνει δύο ή περισσότερα πρόσωπα, ζώα ή πράγματα νεοελλ. φρ. «τού μιλώ στον πληθυντικό» απευθύνομαι … Dictionary of Greek
πληθυντικός — ή, ό (γραμμ.), ο αριθμός που δηλώνει πολλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πληθυντικά — πληθυντικός plural neut nom/voc/acc pl πληθυντικά̱ , πληθυντικός plural fem nom/voc/acc dual πληθυντικά̱ , πληθυντικός plural fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθυντικώτερον — πληθυντικός plural adverbial comp πληθυντικός plural masc acc comp sg πληθυντικός plural neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθυντικῶν — πληθυντικός plural fem gen pl πληθυντικός plural masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθυντικόν — πληθυντικός plural masc acc sg πληθυντικός plural neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τάρταρος — (πληθυντικός τα Τάρταρα). Μυθικός τόπος στα έγκατα της Γης, που ήταν, όπως αναφέρει ο μύθος, τόσο μακριά από την επιφάνειά της όσο η ίδια από τον ουρανό. Μέσα σε αυτόν τον ανήλιο τόπο υψωνόταν το ανάκτορο της Νύχτας, που το σκέπαζαν πάντοτε… … Dictionary of Greek
πληθυντικαῖς — πληθυντικός plural fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθυντικαί — πληθυντικός plural fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθυντικοῖς — πληθυντικός plural masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)