-
1 αργινοεις
-
2 αργινόεις
-
3 ἀργινόεις
-
4 ἀργινόεις
ἀργινόεις, εσσα, εν, weiß, bellschimmernd, Hom. zweimal, Iliad. 2, 647 ἀργινόεντα Λύκαστον Versende, 2, 656 ἀργινόεντα Κάμειρον Versende; beide Orte lagen auf Kreidefelsen; – οὔρεα Hom. h. 18, 12; γάλα Ant. Sid. 50 (VII, 23).
-
5 ἀργινόεις
1 gleaming white ἐν ἀργινόεντι μαστῷ (codd.: ἀργεννόεντι Schr.) P. 4.8 ] -
6 ἀργινόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργινόεις
-
7 ἀργινόεις
ἀργινόεις, acc. - εντα: white-gleaming, epith. of towns in Crete, because of chalk cliffs in the vicinity, Il. 2.647, 656.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀργινόεις
-
8 ἀργινόεις
ἀργινόεις, weiß, hellschimmernd; ἀργινόεντα Λύκαστον u. ἀργινόεντα Κάμειρον (beide Orte lagen auf Kreidefelsen) -
9 αργινόεντα
-
10 ἀργινόεντα
-
11 αργινόεντες
-
12 ἀργινόεντες
-
13 αργινόεντι
-
14 ἀργινόεντι
-
15 αργινόεντος
-
16 ἀργινόεντος
-
17 αργινόεσσα
-
18 ἀργινόεσσα
-
19 αργινόεσσαν
-
20 ἀργινόεσσαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αργινόεις — ἀργινόεις ( εντός), εσσα, εν (Α) ο αστραφτερός, ο λευκός, αυτός που ασπρίζει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργινόεις, από τον οποίο προήλθε το όνομα των νησιών Αργινούσ (σ)αι, αποτελεί πιθ. μετρική παρέκταση ενός υποθετικού τ. *αργινός < αργι *… … Dictionary of Greek
ἀργινόεις — bright shining masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργινόεντα — ἀργινόεις bright shining neut nom/voc/acc pl ἀργινόεις bright shining masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργινόεντες — ἀργινόεις bright shining masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργινόεντι — ἀργινόεις bright shining masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργινόεντος — ἀργινόεις bright shining masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργινόεσσα — ἀργινόεις bright shining fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργινόεσσαν — ἀργινόεις bright shining fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλγινόεις — ἀλγινόεις, εσσα, εν (Α) 1. αλγεινός, οδυνηρός 2. οικτρός, θλιβερός, άθλιος, δυστυχής 3. επίμοχθος, κοπιαστικός, οχληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος λ. ποιητική που πλάστηκε για λόγους μετρικούς, πιθ. αναλογικά προς το επίθ. ἀργινόεις*] … Dictionary of Greek
ar(e)-ĝ- (arĝ-?), r̥ĝi- (*her-(e)-ĝ-) — ar(e) ĝ (arĝ ?), r̥ĝi (*her (e) ĝ ) English meaning: glittering, white, fast Deutsche Übersetzung: “glänzend, weißlich” Note: O.Ind. r̥ji pyá “ darting along “ epithet of the bird syená (“eagle, falcon”), Av. ǝrǝzi fya (cf. Gk … Proto-Indo-European etymological dictionary