-
1 αραιά
ἀραιόςthin: neut nom /voc /acc plἀραιά̱, ἀραιόςthin: fem nom /voc /acc dualἀραιά̱, ἀραιόςthin: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀραιά
ἀραιόςthin: neut nom /voc /acc plἀραιά̱, ἀραιόςthin: fem nom /voc /acc dualἀραιά̱, ἀραιόςthin: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 αραία
ἀραί̱ᾱ, ἀραῖοςprayed to: fem nom /voc /acc dualἀραί̱ᾱ, ἀραῖοςprayed to: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀραί̱ᾱͅ, ἀραῖοςprayed to: fem dat sg (attic doric aeolic) -
4 αραία
-
5 ἀραῖα
-
6 αραιά
-
7 ἀραιᾷ
-
8 ἀραιά
-
9 ἀραία
Βλ. λ. αραία -
10 ἀραίᾳ
Βλ. λ. αραία -
11 ἀραιός
A thin, slender, κνῆμαι, χείρ, γλῶσσαι, Il.l.c., 5.425, 16.161; ; narrow,εἴσοδος Od.10.90
; of ships, Hes.Op. 809; φάλαγγες ἀ., opp. βαθύτεραι, X.Lac.11.6, cf. Plu.Crass.23; ἀραιᾷ τροφῇ χρῆσθαι meagre, of diet, Arist.Pol. 1335b13.II later, of the substance of bodies, of loose texture, opp. πυκνός, Anaximen.I, Meliss.7, Anaxag. 12,15, cf. Emp.104 ([comp] Sup.), Thphr.CP2.4.7, etc.; opp. πίων, Arist. Pr. 880a38; freq. in Hp., as VM22;δέρμα Aph.5.71
;ὀστέον Art.33
;εἴρια Mul.1.1
;ὁμίχλη.. νέφους ἀραιοτέρα Arist.Mu. 394a21
, cf. Mete. 364b25 ([comp] Comp.);σπόγγοι D.S.3.14
.2 in Tactics,in open order, opp.πυκνός, τὸ ἀραιότατον [διάστημα] Ascl.Tact.4.1, etc.III intermittent,πνεῦμα Hp.Epid.1.26
.ά, β; ἆσθμα, βήξ, Aret.SD1.11, etc. Adv.- ῶς Hp.Nat.Puer.24
; of the pulse, Gal.9.444,al.VI of the voice, thin, Theoc.13.59. (Homeric metre proves ϝαραιός.) -
12 αραιάι
-
13 ἀραιᾶι
-
14 αραιάν
-
15 ἀραιάν
-
16 αραιάς
-
17 ἀραιάς
-
18 λιβάς
A anything that drips or trickles, esp. spring, fount, stream, S.Ph. 1215 (lyr.), E.Andr. 116, 534 (lyr.);λ. νυμφαία Antiph.52.13
; standing water, Babr.24.6: in pl., streams,λιβάσιν ὑδρηλαῖς.. πηγῆς A.Pers. 613
; δακρύων λιβάδες streams of tears, E.IT 1106 (lyr.);γάλακτος A.R.4.1735
; also J.: in pl., also of pools of water that collect after rain,ὑπόνομοι λ. Str.8.6.21
, cf. Gal.6.627, Gp.2.6.14; of marshes, Thphr.HP2.4.4; cf. λιβάζω. -
19 ψυδνός
-
20 ψυθιζομένων
ψυθιζομένων· γογγυζόντων, Hsch. [full] ψύθιον· ὀλιγοχρόνιον, Id. [full] ψύθιος· ἀραιά, ὀλίγη, ψιθυρίς, Id.II = ψίθιος (q. v.). [full] ψυθιστάς· ψιθυριστάς, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυθιζομένων
См. также в других словарях:
ἀραιά — ἀραιός thin neut nom/voc/acc pl ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc/acc dual ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιᾷ — ἀραιός thin fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραῖα — ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραία — ἀραί̱ᾱ , ἀραῖος prayed to fem nom/voc/acc dual ἀραί̱ᾱ , ἀραῖος prayed to fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραίᾳ — ἀραί̱ᾱͅ , ἀραῖος prayed to fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιᾶι — ἀραιᾷ , ἀραιός thin fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιάν — ἀραιά̱ν , ἀραιός thin fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιάς — ἀραιά̱ς , ἀραιός thin fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… … Dictionary of Greek
σπάνιος — α, ο / σπάνιος, ον, ΝΜΑ [σπάνις] 1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.) 2. αυτός που συμβαίνει σπάνια νεοελλ. 1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα») 2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α.… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek