Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπ-έκτᾰτο

См. также в других словарях:

  • ἐκτᾶτο — κτάομαι procure for oneself imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκτατο — κτείνω kill aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκκρεμές — Κάθε σώμα που μπορεί να ταλαντεύεται, υπό την επίδραση του βάρους του, γύρω από άξονα (φυσικό ή σύνθετο ε.). Το απλόιδανικόμαθηματικό ε. αποτελείται από ένα υλικό σημείο Α (πρακτικά ένα σιδερένιο σφαιρίδιο), κρεμασμένο σε νήμα (το οποίο δεν είναι …   Dictionary of Greek

  • κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και …   Dictionary of Greek

  • περικαρδίτιδα — η, Ν ιατρ. 1. φλεγμονή τού περικαρδίου, που άλλοτε είναι ιδιοπαθής και άλλοτε οφείλεται σε ίωση 2. φρ. «συμφυτική περικαρδίτιδα» περικαρδίτιδα που οφείλεται συχνότερα σε παλαιά φυματίωση και κατά την οποία το περικάρδιο μεταβάλλεται σε άκαμπτο… …   Dictionary of Greek

  • σακκοφάρυγξ — ο, Ν ζωολ. γένος βαθυπελαγικών ιχθύων, τυπικό τής τάξης σακκοφαρυγγόμορφοι ή λυόμεροι, με πολύ μεγάλο στόμα και με εκτατό στόμαχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. saccopharynx (< σάκκος + φάρυγξ)] …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • εκτατός — ή, ό 1. που μπορεί να εκταθεί. 2. (φυσ.), το ουδ. ως ουσ., εκτατό η ιδιότητα των στερεών σωμάτων να παθαίνουν μόνιμη αλλοίωση του σχήματός τους με την επίδραση μηχανικών δυνάμεων, χωρίς να καταστρέφεται η εσωτερική συνοχή των μορίων τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»