-
1 λυσις
1) развязывание, освобождение(τῶν и ἀπὸ τῶν δεσμῶν Plat.)
2) освобождение, избавление(θανάτου Hom.; δειμάτων Thuc.; κακῶν Plat.)
3) расторжение брака, развод(ζητεῖν λύσιν NT.)
4) искупление, спасение(οὐδ΄ ἔχει λύσιν, sc. τὰ πήματα Soph.)
5) освобождение из неволи, выкуп(νεκροῖο Hom.; αἰχμαλώτων Dem.)
6) свобода действий, возможность(οὐ γὰρ ἦν λ. ἄλλη στρατῷ πρὸς οἶκον οὐδ΄ εἰς Ἴλιον Soph.)
λ. δόρπου Pind. — возможность поужинать7) расслабление(τῶν κοιλιῶν Arst.)
8) разламывание(σφραγίδων Luc.)
9) разложение, распад(πολιτείας Plat.)
10) надломленность, потрясение(λ. καὴ λύπη Plat.)
11) (раз)решение(τῆς ἀπορίας Arst.; προβλήματος Polyb.)
12) опровержение (sc. τοῦ συλλογισμοῦ Arst.)13) стих. разрешение, т.е. разложение одного гласного на два14) грам. разложение (слова) на составные части, расчленение15) лит. развязка(τραγῳδίας Arst.)
-
2 απολυσις
- εως ἥ1) освобождение, отпущение на свободу (sc. τῶν κατῃτιαμένων Polyb.)2) освобождение, избавление(πόνων καὴ κακῶν Plut.)
ἀ. τοῦ θανάτου Her. — отмена смертного приговора3) разделение, отделениеψυχῆς ἀ. Arst. — кончина, смерть
4) отбытие, уход, отъезд(κατὰ τὸν ἰσθμόν Polyb.)
-
3 χωρισμος
ὅ1) отделение, разделение, разобщение(χ. καὴ λύσις τινὸς ἀπό τινος Plat.)
τὸν χωρισμὸν ποιεῖν Plut. — разлучать, отрывать2) уход, отъезд(μετὰ τὸν Ἀντιγόνου χωρισμόν Polyb.)
См. также в других словарях:
Λύσις — (5oς αι. π.Χ.). Πυθαγόρειος φιλόσοφος από τον Τάραντα της Κάτω Ιταλίας. Στη διάρκεια της επανάστασης των δημοκρατικών, ο Λ. κατάφερε να ξεφύγει με τον Φιλόλαο. Πήγε στην Αχαΐα και αργότερα στη Θήβα, όπου έμεινε διδάσκοντας μέχρι τον θάνατό του. Ο … Dictionary of Greek
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
αλυσίδα — Σύνολο από αλληλένδετους μεταλλικούς κρίκους, που σχηματίζουν ένα όργανο ανθεκτικό στην έλξη. Χρησιμοποιείται κυρίως για την ανύψωση φορτίων, για τη μετάδοση της κίνησης και για την αγκυροβόληση πλοίων. Οι κρίκοι μπορούν να κατασκευαστούν από… … Dictionary of Greek
αιμόλυση — Η καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων και η έξοδος της αιμοσφαιρίνης από αυτά. Α. μπορεί να προκληθεί από την ελάττωση της ωσμωτικής πίεσης του αίματος (π.χ. μετά από ένεση με αποσταγμένο νερό, οπότε τα ερυθρά αιμοσφαίρια απορροφούν νερό μέσα από … Dictionary of Greek
ουδέτερος — η, ο (ΑΜ οὐδέτερος, έρα, ον, Α και οὐθέτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ. β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.) 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… … Православная энциклопедия
θερμόλυση — Η αποσύνθεση ή η διάσπαση μίας ουσίας με την επίδραση της θερμότητας. Η αποβολή ζωικής θερμότητας με την οποία εξασφαλίζεται στα ομοιόθερμα ζώα η σταθερότητα της θερμοκρασίας του σώματός τους. Βλ. λ. θερμορρύθμιση. * * * (I) η 1. φυσιολ. μεταφορά … Dictionary of Greek
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek