-
81 ἀπο-καπύω
ἀπο-καπύω, aushauchen, in tmesi, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν Iliad. 22, 467.
-
82 ἀπο-κείρω
ἀπο-κείρω, abscheeren, Haupt- u. Barthaar, bes. med., χαίτην ἀπεκείρατο Il. 23, 141; τὰς κεφαλὰς ἀποκείρασϑαι Her. 6, 21; τὰς κόμας Plat. Phaed. 89 b; τὸν πώγωνα Luc. Pisc. 46; γένειον Herodian. 5, 4, 12; ohne Zusatz, Is. 4, 7; οὐδεὶς ἀπεκείρατ' οὐδ' ἠλείψατο Ar. Nubb. 826; σκάφιον ἀποκεκαρμένη Th. 838, eine eigene Art, das Haar zu scheeren; vgl. Ach. 849; ἀπεκεκάρκει Luc. Tox. 51; ἀποκαρτέον Eupol. Poll. 2, 33; ἀποκαρέντα πρόβατα, geschorene Schafe, D. Sic. 1, 36; – zerschneiden, zerhauen, τένοντε, φλέβα, in tmesi, Il. 10, 456. 13, 546; vertilgen, δαίμων ἄνδρας Aesch. Pers. 885; ἄνϑος πόλεως Eur. Herc. F. 875; pass., ἀπὸ στεφάναν κέκαρσαι πύργων, du bist des Kranzes beraubt, Hec. 910; vom Adler des Prometheus ἀποκερῶν τὸ ἧπαρ Luc. Prom. 2; berauben, Sp., vgl. Dion. Hal. 9, 23.
-
83 ἀπο-καίω
ἀπο-καίω (s. καίω), abbrennen, verbrennen, Hom. Iliad. 21, 336 ἥ κεν ἀπὸ Τρώων κεφαλὰς καὶ τεύχεα κήαι; Theophr.; Xen. Mem. 1, 2, 54; u. Dem. 25, 95, von Aerzten; von strenger Kälte, ἀποκαίων πάντα, alles absterben machen, Xen. An. 4, 5, 3; ἀπέκαυσεν ἡ πάχνη τὰς ἀμπέλους Philippid. Plut. Demetr. 12; pass., erfrieren, πολλῶν ῥῖνες ἀπεκαίοντο Xen. An. 7, 4, 3.
-
84 ἀπο-κλείω
ἀπο-κλείω (s. κλείω), u. im ältern Atticismus ἀποκλῄω, ion. ἀποκληΐω, 1) abschließen, ausschließen, Plat. Rep. V, 473 d; τινά τινος Her. 1, 37. 5, 104; ἀπὸ τῶν ἀγαϑῶν Ar. Vesp. 601; ἀντέδωκα μέν, ἀπέκλεισα δέ, ich machte den Vorbehalt, Dem. 28, 17; versperren, ὄψιν Her. 4, 7; abschneiden, τῆς ὁδοῠ, ἄστεος, 3, 55. 58; in die Enge treiben, ἀποκεκλῃμένων Thuc. 6, 34; Plat. Rep. VI, 487 c; Sp.; verschließen, τὴν βλάστην τοῠ πτεροῦ Plat. Phaed. 251 d. – Med., sich gegen etwas verschließen, sich einer Sache enthalten, σιτίων Dem. 54, 11.
-
85 ἀπο-δρύπτω
ἀπο-δρύπτω, oder ἀπο-δρύφω, abkratzen, zerfleischen, ἀποδρύφοι Il. 23, 187. 24, 21; μὴ – ἀποδρύψωσι πάντα Od. 17, 480; πρὸς πέτρῃσιῥ, νοὶ ἀπέδρυφϑεν 5, 435; μὴ σάρκας ἀποδρύψῃ ὀνύχεσσι Theocr. 25, 267; ἀποδρυφϑῇ Agath. 71 (XI, 365). – Med., abmagern, ἀποδρύπτεσϑαι Alciphr. 3, 51.
-
86 ἀπο-βατικός
ἀπο-βατικός, dazu gehörig, ἀγών, τροχοί, οἱ ἀπὸ τούτου τοῦ ἀγωνίσματος, B. A. 198.
-
87 ἀπο-δεσμεύω
ἀπο-δεσμεύω u. ἀπο-δεσμέω? anbinden an etwas, Sp.
-
88 ἀπο-δημέω
ἀπο-δημέω, abwesend, in der Fremde sein, verreisen, Her. 1, 29 u. öfter; ἀπό τινος, ἐκ τῆς γῆς, 9, 117; Plat. Crit. 53 a; Μοῖσα οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροις Pind. P. 10, 37; Ggstz ἐπιδημέω, daheim sein, Xen. Cyr. 7, 5, 69; ἐκεῖσε, εἰς Θετταλίαν Plat. Phaed. 61 e; Crit. 53 e; οἰκίας L egg. XII, 954 b; ποῖ γῆς Ar. Ran. 48; B. A. 419 ist aus Hermipp. ἀπεδημηκότες angeführt.
-
89 ἀπο-δίδωμι
ἀπο-δίδωμι (s. δίδωμι), 1) abgeben, das, wozu man verpflichtet ist, was man schuldig ist ( Eustath. χρεωστικῶς δίδωμι – δίδομεν ἑκουσίως, ἀποδίδομεν ἀκουσίως), abtragen, zurückgeben, ausliefern, κούρην πατρί Il. 1, 98, vgl. 134; 3, 285; τοκεῦσι ϑρέπτρα 4, 478; Od. 22, 58. 61; Iliad. 9, 387 πρίν γ' ἀπὸ πᾶσαν ἐμοὶ δόμεναι ϑυμαλγέα λώβην, bis er abgebüßt hat; τὸ μόρσιμον ἀπέδωκε, er hat die Schuld der Natur bezahlt, Pind. N. 7, 44. Ebenso Soph. Phil. 912; u. in Prosa, τὰ ὀφειλόμενα Plat. Rep. I, 332 a; τὸ προςῆκον ἑκάστῳ Crat. 430 e; Soph. 235 e; τὴν ἀξίαν χάριν Phaedr. 231 b; u. so öfter χάριν ἀποδ., Dank abstatten; ἐπιστολήν, abgeben, Xen. Cyr. 4, 5, 34; ὑπόσχεσιν, εὐχάς, Mem. 2, 2, 10; Plut. Pomp. 71; τὸ πάτριον πολίτευμα, herstellen, Pol. 2, 70. – 2) übh. übergeben, zueignen, ὄνομά τινι Plat. Theaet. 186 d; τὴν ἀρχήν τινι Gorg. 471 b; εἰς τὴν βουλὴν περί τινος, die Entscheidung dem Senat übergeben, Lys. 22, 2; ᾡτινι ἀποδέδοται δικάζειν 12, 30 u. öfter bei Rednern; ἑαυτὸν ἀρχιϑέωρον τῇ βουλῇ Din. 1, 82; anheimstellen, ὁ νόμος ἀπέδωκε κολάζειν Dem. 23, 56; vgl. 2, 30; – νόμους, bekannt machen, Xen. Lac. 8, 5. – 3) auseinandersetzen, vortragen, λόγον, διήγησιν u. ä., Pol. 4, 2. 5, 98; so τὴν εὐδαιμονίαν οὐχ ὁμοίως ἀποδιδόασιν, erklären, Arist. Eth. 1, 3; τὴν περίμετρον τῆς νήσου, angeben, Pol. 34, 5, u. öfter wie Sp. Auch benennen, Ath. XI, 495 c. – 4) Med., hingeben, ἐλπίδας πολλοῦ Plat. Phaed. 98 a; verkaufen, bes. im aor., Her. 1, 70 u. sonst; Ar. Ach. 782 u. öfter; Ar. Ran. 1235, wo ἀπόδου = ἀποπρίω, ablaufen, erkl. wird, ist v. l. ἀπόδος, was auch der Schol. erkl.; Plat. z. B. Rep. I, 333 b u. Folgde. Dah. τὴν δεκάτην, verpachten, Dem. Lept. 60, vgl. Wolf zu dieser Stelle; Thuc. 6, 62 braucht auch so das act. – Bei Ar. H. A. 1, 18 ist es intrans., αἱ ὁμοιότητες διὰ πολλῶν γενεῶν ἀποδιδόασιν, kehrenwieder.
-
90 ἀπο-βλίττω
ἀπο-βλίττω (s. βλίττω), auszeideln, den Honig aus den Bienenstöcken ausschneiden; übertr., ϑοἰμάτιόν τινος ἀπέβλισε Ar. Av. 498; ὡς ἀπὸ μουσῶν σμῆνος ἀπεβλίσατο Antp. Sid. 79 (VII, 34).
-
91 ἀπο-ξέω
ἀπο-ξέω (s. ξέω), abhauen, ἀπὸ δ' ἔξεσε χεῖρα Il. 5, 81; eigtl. abschaben, κηρόν Luc. Somn. 2; übertr., αἰδῶ τοῠ προσώπου Alciphr. 3, 2.
-
92 ἀπο-νίζω
ἀπο-νίζω, poet. u. Sp. wie Plut. Phoc. 18 auch ἀπονίπτω (s. νίζω), abwaschen, ἀπονίζουσα Od. 23, 75; ὕδατι νίζοντες ἄπο βρότον Iliad. 7, 425; Plat. Conv. 175 a; ἀπονίζῃ Ar. Vesp. 608; ἀπονίψατε Od. 19, 317; ἀπονίψαντες βρότον ἐξ ὠτειλέων 24, 189. – Häufiger med., sich reinigen von etwas, χρῶτ' ἀπονί. πτεσϑαι Od. 18, 179; ἱδρῶ πολλὸν ἀπενίζοντο [mit langem ε] Il. 10, 572; χρῶτ'ἀπονιψαμένη Od. 18, 172; ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε 22, 478; oft abs., sich waschen, ἀπονενίμμεϑα (nach der Mahlzeit, wie Poll. u. Ath. IX, 408 f auch bemerken) Ar. Vesp. 1217; vgl. Eccl. 419; ἀπονίψομαι Av. 1163; ἀπονιψάμενος Plat. Conv. 223 d, u. Sp.; τὸν πηλὸν ἀπονιψάμενοι τῶνποδῶν, sich den Schmutz von den Füßen abwaschen, Plut. Symp. 1, 2, 3; τὸν ὕπνον Luc. amor. 44.
-
93 ἀπο-λιβάζω
ἀπο-λιβάζω (eigtl. wegtröpfeln). intr., Phereer. u. Eupol. bei B. A. 431 ( ἀπὸ τῆς λιβάδος ἐκρυῆναι); Ar. Av. 1467 οὐκ ἀπολιβάξεις, wirst du dich nicht fortpacken? wo der Schol. gar an ἐς Λιβύην ἀποφϑερῇ gedacht; Hesych. ἀποῤῥυήσει, ἀποφϑερεῖ. Vgl. ἀπολιταργίζω.
-
94 ἀπο-λαγχάνω
ἀπο-λαγχάνω (s. λαγχάνω), 1) durchs Loos von etwas bekommen, τῶν κτημάτων τὸ μέρος Her. 4. 114. 115; vgl. 7, 23; übh. erhalten, bekommen, Eur. Herc. fur. 330. – 2) nicht durchs Loos erhalten, wie ἀπο. τυγχάνω, Eur. Ion. 621; Plut. Cat. min. 6; ἐβουλόμην ἂν μὴ ἀπολαχεῖν αὐτὸν κριτήν Lys. 4, 3, daß er durchs Loos zum Richter bestimmt wäre.
-
95 ἀπο-λαμβάνω
ἀπο-λαμβάνω (s. λαμβάνω), 1) abnehmen, bekommen, Eur. Or. 451; bes. was Einem gebührt, von λαμβάνω, so wie ἀποδίδωμι von δίδωμι unterschieden, das, zu dessen Leistung ein Anderer verpflichtet ist, erhalten; Ggstz λαμβάνω Dem. 7, 5; dem ἀποδίδωμι entsprechend Plat. Rep. I, 332 b; μισϑόν Her. 8, 137; τὸν όφειλόμενον μισϑόν Xen. An. 7, 7, 14; τὰ χρέα ἵνα ἀπολάβωμεν Andoc. 3, 15; τὴν ἡγεμονίαν, ἣν εἴχομεν, wieder erlangen, Isocr. 4, 21; vgl. Her. 1, 61. 3, 18; mit πάλιν Ptat. Tim. 59 c; τὰ παρ' ἐμοῦ δί-καια Aesch. 1, 196; τόκους, καταδίκην, Dem. 37, 7. 47, 52; χάριν Xen. Mem. 4, 4, 17; ὅρκους, den Eid abnehmen, leisten lassen, Dem. 5, 9; παρ' ὧν ἔμελλε λόγον τινὸς ἀπολήψεσϑαι, sich Rechenschaft ablegen lassen, Aesch. 3, 27; übh. nehmen, von etwas, τὸ πέμπτον μέρος Plat. Legg. XII, 956 d; vgl. Thuc. 6, 87 u. Xen. Hell. 5, 1, 21; ἀπό τινος, wegnehmen, Pol. 22, 26; οὐδὲν ἀπολαβοῦσα τοῦ βίου χρηστόν, ohne Freude am Leben, Plut. de mul. virt. Κάμμα (p. 297). – Uchtr., ἐμοῦ τῷ λόγῳ, vernehmen, Plat. Legg. XII, 964 a. – 2) absondern, bei Seite nehmen, ἀπολαβὼν μοῦνον Her. 1, 209, wie Ar. Ran. 78; bes. ἀπολαβών, abgesondert, im Einzelnen, z. B. σκόπει Plat. Gorg. 495 e; οὐκ ἀπολαβόντες ὀλίγους ἀλλ' ὅλην Rep. IV, 420 c; abschneiden, vom Winde, der die Schiffer faßt u. aufhält, ἀπολαμφϑέντες ὑπ' ἀνέμων Her. 2, 115; ὅταν τύχωσιν ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτούς Plat. Phaed. 58 c; νεῶν ἀπειλημμένων Menex. 243 c; ὑπ' ἀπλοίας Thuc. 6, 22; bes. von Soldaten ( Suid. ἐναποκλεῖσαι), πάντοϑεν Her. 5, 101, u. öfter; ἐν μέσῳ Thuc. 5, 59; μέσον τινά Pol. 11, 1, u. öfter; εἴσω Thuc. 1, 134; ἔνδον Xen. Cyr. 7, 1, 21; ἰσϑμούς Thuc. 4, 45; τείχει, von allen Seiten mit einer Mauer einschließen, 4, 102; νόσῳ, χειμῶνι, πολέμοις ἀποληφϑείς, Dem. 8, 35. Uebtr., λόγοις Plat. Euthyd. 305 d; ἐν κακῷ Gorg. 522 a; ἀπειλημμένος εἴς τι, in Verlegenheit gebracht; τὴν ἀναπνοήν τινος, d. i. das Athemholen einengen, erdrosseln, Plut. Rom. 27.
-
96 ἀπο-λέπω
ἀπο-λέπω, abschälen, Ar. Av. 673, ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὸ λέμμα, abhäuten: μάστιγι τὸ νῶτον, abgerben, Eur. Cycl. 237; Sp.
-
97 Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι
– Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι– Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της– Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι• Сказал другу, а пошло по кругу• Свинья борову, а боров всему городу• Скажешь курице, а она всей улицеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι
-
98 Από χείλια βγήκε και σε χείλια μπήκε
– Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι– Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της– Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι• Сказал другу, а пошло по кругу• Свинья борову, а боров всему городу• Скажешь курице, а она всей улицеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από χείλια βγήκε και σε χείλια μπήκε
-
99 ἀπο(ρ)ρήγνυμι
ἀπο(ρ)ρήγνυμι fut. ἀπορρήξω LXX; 1 aor. 3 sg. ἀπέρρηξε 4 Macc 9:25; pf. ἀπέρρηγα, ptc. ἀπερρηγώς; fut. pass. 3 sg. ἀπορραγήσεται Eccl 4:12 (s. ῥήγνυμι ‘break, shatter’; Hom. et al.; PMichZen 87, 3 [III B.C.]; Philo, Aet. M. 118; Jos., Ant. 17, 320; on the spelling s. B-D-F §11, 1) break up τόπος κρημνώδης καὶ ἀ. ἀπὸ τ. ὑδάτων steep place broken up by the waters Hv 1, 1, 3.—DELG s.v. ῥήγνυμι.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀπο(ρ)ρήγνυμι
-
100 ἀπο(ρ)ρήγνυμι
ἀπο(ρ)ρήγνυμι fut. ἀπορρήξω LXX; 1 aor. 3 sg. ἀπέρρηξε 4 Macc 9:25; pf. ἀπέρρηγα, ptc. ἀπερρηγώς; fut. pass. 3 sg. ἀπορραγήσεται Eccl 4:12 (s. ῥήγνυμι ‘break, shatter’; Hom. et al.; PMichZen 87, 3 [III B.C.]; Philo, Aet. M. 118; Jos., Ant. 17, 320; on the spelling s. B-D-F §11, 1) break up τόπος κρημνώδης καὶ ἀ. ἀπὸ τ. ὑδάτων steep place broken up by the waters Hv 1, 1, 3.—DELG s.v. ῥήγνυμι.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀπο(ρ)ρήγνυμι
См. также в других словарях:
ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπό — ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)