-
1 αποκληω
-
2 ἀπο-κλείω
ἀπο-κλείω (s. κλείω), u. im ältern Atticismus ἀποκλῄω, ion. ἀποκληΐω, 1) abschließen, ausschließen, Plat. Rep. V, 473 d; τινά τινος Her. 1, 37. 5, 104; ἀπὸ τῶν ἀγαϑῶν Ar. Vesp. 601; ἀντέδωκα μέν, ἀπέκλεισα δέ, ich machte den Vorbehalt, Dem. 28, 17; versperren, ὄψιν Her. 4, 7; abschneiden, τῆς ὁδοῠ, ἄστεος, 3, 55. 58; in die Enge treiben, ἀποκεκλῃμένων Thuc. 6, 34; Plat. Rep. VI, 487 c; Sp.; verschließen, τὴν βλάστην τοῠ πτεροῦ Plat. Phaed. 251 d. – Med., sich gegen etwas verschließen, sich einer Sache enthalten, σιτίων Dem. 54, 11.
-
3 αποκλειω
атт. ἀποκλῄω, ион. ἀποκληΐω, дор. ἀποκλᾴω1) запирать(τὰς πύλας Her., Plut.; τέν οἰκίαν Plut.; τινὰ ἔνδον Dem.; ἀπεκλείσθην ἐν τῷ δωματίῳ Lys.)
2) преграждать, перерезывать(τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων Xen.; τέν ὁδόν Babr.)
ἀ. τινα τῆς Σπαρτης Plut. — отрезать кого-л. от Спарты;ἀπεκεκλέατο ὑπὸ τῆς ἵππου Her. — их путь был прегражден конницей;ἀποκλεῖσθαι τῶν σιτίων Dem. — отворачиваться (отказываться) от пищи;ἀ. τέν βλάστην τινός Plat. — мешать росту чего-л.3) застилать, закрывать(τέν ὄψιν Her.; τὸ φῶς ἀποκέκλεισται Arst.)
ἀ. τὰ ὦτα Plut. — затыкать уши4) юр. делать отвод или оговорку Dem. -
4 ἀπόκλησις
A v. ἀπόκλεισις, ἀποκλείω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκλησις
См. также в других словарях:
αποκλείω — (AM ἀποκλείω, Α αττ. τ. ἀποκλῄω, ιων. τ. κληίω) 1. περιορίζω κάποιον σε καθορισμένο χώρο, απομονώνω 2. κλείνω έξω, εμποδίζω κάποιον να μπει 3. περιορίζω κάποιον, δεν του επιτρέπω να κάνει κάτι 4. αρνούμαι, απαγορεύω, απορρίπτω 5. (για πόλη ή… … Dictionary of Greek