Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαγεῖον

См. также в других словарях:

  • μαγείον — μαγείον, τὸ (Α) [μαγεύς] εκμαγείο («τόν γε μὴν σπλῆνα τῶν ἐντὸς μαγεῑον, ὅθεν πληρούμενος τῶν ἀποκαθαιρομένων μέγας καὶ ὕπουλος αὔξεται», Λογγίν.) …   Dictionary of Greek

  • μαγεῖον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείοις — μαγεῖον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμαγείον — καταμαγεῑον, τὸ (Α) κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται για καθαρισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαγεῖον (< μάσσω «σκουπίζω, πλάθω»), πρβλ. εκ μαγείον εμ μαγείον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»