-
1 ἀπόβλημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόβλημα
-
2 βάλλω
Grammatical information: v.Meaning: `throw, hit' (Il.), orig. `reach, hit by throwing'?, s. DELG.Other forms: Aor. βαλεῖν ( βλείην, ξυμβλήτην, ἔβλητο), pf. βέβληκα, - μαι, ( βεβολημένος from *βέβολα Chantr. Gramm. hom. 1,235?), fut. βαλῶ, also βαλλήσω (s. βαλλητύς).Derivatives: 1. βόλος m. `thowing, net' (A.); in comp. πρόβολος m. `projecting land' etc. (Od.) - 2. βολή f. `throw(ing)' (Il.). - Many deriv. from βόλος, βολή: see DELG - 3. βέλος n. `throwing weapon' (Il.); cf. βελόνη. - 4. βέλεμνον `arrow, javelin' (Il.), s. below). - 5. - βλής in comp., e.g.. προβλής, - ῆτος `projecting' (Il.). - 6. βλῆμα `throw, throwing weapon; wound'. - 7. - βλησις in comp., ἀνάβλησις `delay' (Il.). - 8. - βληστρον (for the σ Schwyzer 706) in ἀμφίβληστρον `net' (Hes.). S. βαλλητύς, βλῆτρον. - Few agent nouns; beside βλήτειρα ὀιστῶν (Alex. Aet.); in comp. (hellen.) - βολεύς, e. g. ἀμφιβολεύς; also διαβλήτωρ (Man.) = διάβολος. In comp. - έτης in ἑκατηβελέ-της (Il.) = ἑκατηβόλος. - Adj.: in comp. - βλητικός and - βλήσιμος; adverbs in - δην, παραβλήδην (Il.). - Deverb. βολέω in βεβολήατο, βεβολημένος etc., but s. Chantr. Gramm. hom. 1, 435.Etymology: Ion.-Att. βάλλω and Arc. δέλλω (with sec. assibilation ζέλλω) show original gu̯-. The geminate - λλ- either from a yod-present *βαλ-ιω or a nasal present *βαλ-ν-H-ω, athem. *βάλ-ν-η-μι. δέλλω ( ζέλλω) from the aorist ἔζελεν ἔβαλεν H., which was reshaped from an athematich aor (* e-gʷelh₁-t). βελε- also in ἑκατηβελέτης, and in βελεμν- (but s. Fur. 151: to πελεμίζω). ἔβαλον from the athem. aor. zero grade *gʷl̥h₁-. The form βλη- prob. from zero grade *gʷl̥h₁-, which is certain for ἔβλητο. - Remarkably, this old verb has no certain relatives. Av. ni- γrā- ire prob. for *niγnā-; uncertain Toch. A B klā- `fall', Skt. ud-gūrṇa-, OIr. atbaill `dies'; s. LIV. (Not to Skt. galati `drip', OHG. quellan `hervorquellen' etc.) - Cf. βούλομαι, βάλανος, βελόνη, βῶλος, βωλόναι.Page in Frisk: 1,216-217Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάλλω
См. также в других словарях:
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
Τιρέν, Aνρί ντε Λατούρ, υποκόμης του- — (Turenne, 1611 – 1675). Στρατάρχης της Γαλλίας. Ήταν δευτερότοκος γιος του δούκα Ερρίκου του Μπουγιόν, πρίγκιπας του Σεντάν και της Ελισάβετ του Νασάου. Αρχικά πολέμησε στο πλευρό των πριγκίπων του Νασάου (1625 29) και στη συνέχεια τέθηκε στη… … Dictionary of Greek
γόμωση — Από άποψη βλητικής ονομάζουμε γ. καθορισμένες ποσότητες εκρηκτικής ύλης που προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς και τεχνικούς σκοπούς. Διακρίνονται σε γ. προώθησης και σε γ. έκρηξης (εκρηκτικές). Οι πρώτες, αφού εισαχθούν στη θαλάμη ενός… … Dictionary of Greek
βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα … Dictionary of Greek
βλητική — Κλάδος της εφαρμοσμένης φυσικής που μελετά την εκτόξευση και την κίνηση των σωμάτων στον χώρο, καθώς και τα αποτελέσματα της εισχώρησης και της έκρηξής τους στον στόχο. Τα σώματα αυτά μπορεί να είναι βλήματα πυροβόλων όπλων, βόμβες αεροσκαφών και … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek