-
1 ἀπωμοτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπωμοτικός
-
2 ἀπωμοτικός
ἀπ-ωμοτικός, zum Abschwören geneigt, abschwörend -
3 απωμοτικά
ἀπωμοτικόςof: neut nom /voc /acc plἀπωμοτικά̱, ἀπωμοτικόςof: fem nom /voc /acc dualἀπωμοτικά̱, ἀπωμοτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 ἀπωμοτικά
ἀπωμοτικόςof: neut nom /voc /acc plἀπωμοτικά̱, ἀπωμοτικόςof: fem nom /voc /acc dualἀπωμοτικά̱, ἀπωμοτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 απωμοτικόν
-
6 ἀπωμοτικόν
-
7 κατ-ωμοτικός
κατ-ωμοτικός, ή, όν, zum bejahenden, bekräftigenden Schwure gehörig, Ggstz ἀπωμοτικός, Eust. 92, 19 von der Partikel νή. – Adv., Schol. Ar. Plut. 202.
-
8 ἀπ-ομοτικός
ἀπ-ομοτικός, zum Abschwören bereit, geschickt, Sp., auch ἀπωμοτικός geschrieben.
-
9 απωμοτικοίς
-
10 ἀπωμοτικοῖς
-
11 απωμοτικώ
-
12 ἀπωμοτικῷ
-
13 απωμοτικώς
-
14 ἀπωμοτικῶς
-
15 κατωμοτικός
A of or for an affirmative oath, opp. ἀπωμοτικός, ἐπίρρημα (i.e. νή, opp. μά) D.T.642.15, Eust.92.19. Adv. - κῶς ib.21, Sch.Ar.Pl. 202.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατωμοτικός
См. также в других словарях:
απωμοτικός — ἀπωμοτικός, ή, όν (AM) [απώμοτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένορκη άρνηση … Dictionary of Greek
ἀπωμοτικά — ἀπωμοτικός of neut nom/voc/acc pl ἀπωμοτικά̱ , ἀπωμοτικός of fem nom/voc/acc dual ἀπωμοτικά̱ , ἀπωμοτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμοτικόν — ἀπωμοτικός of masc acc sg ἀπωμοτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμοτικοῖς — ἀπωμοτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμοτικῶς — ἀπωμοτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμοτικῷ — ἀπωμοτικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμοτικός — κατωμοτικός, ή, όν (Μ) [κατώμοτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε καταφατικό όρκο, σε αντιδιαστολή με το απωμοτικός («ἀπωμοτικὸν μὲν τὸ μά, κατωμοτικὸν δὲ τὸ νή», Ευστ.). επίρρ... κατωμοτικώς (ΑΜ) (για όρκο) με καταφατικό τρόπο … Dictionary of Greek