-
1 ὀμοτικός
ὀμοτικός, zum Schwören gehörig, Sp.; ἐπιῤῥήματα, adverbia jurandi, Gramm.
-
2 ὀμοτικός
-
3 ὀμοτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμοτικός
-
4 ἀπ-ομοτικός
ἀπ-ομοτικός, zum Abschwören bereit, geschickt, Sp., auch ἀπωμοτικός geschrieben.
-
5 ομοτικά
ὀμοτικόςof: neut nom /voc /acc plὀμοτικά̱, ὀμοτικόςof: fem nom /voc /acc dualὀμοτικά̱, ὀμοτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ὀμοτικά
ὀμοτικόςof: neut nom /voc /acc plὀμοτικά̱, ὀμοτικόςof: fem nom /voc /acc dualὀμοτικά̱, ὀμοτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 ομοτικόν
-
8 ὀμοτικόν
-
9 ομοτικοίς
-
10 ὀμοτικοῖς
-
11 ομοτικού
-
12 ὀμοτικοῦ
-
13 ομοτικήν
-
14 ὀμοτικήν
-
15 ἀπομοτικός
ἀπ-ομοτικός, zum Abschwören bereit, geschickt
См. также в других словарях:
ομοτικός — ὀμοτικός, ή, όν (Α) [ομότης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στον όρκο, σχετικός με όρκο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀμοτικόν όρκος … Dictionary of Greek
ὀμοτικά — ὀμοτικός of neut nom/voc/acc pl ὀμοτικά̱ , ὀμοτικός of fem nom/voc/acc dual ὀμοτικά̱ , ὀμοτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοτικόν — ὀμοτικός of masc acc sg ὀμοτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοτικοῖς — ὀμοτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοτικοῦ — ὀμοτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοτικήν — ὀμοτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατομοτικόν — κατομοτικόν, τὸ (Α) ένορκη βεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμοτικός (< ὀμότης «αυτός που ορκίζεται»] … Dictionary of Greek