Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπραγμοσύνη

См. также в других словарях:

  • απραγμοσύνη — η (AM ἀπραγμοσύνη) νεοελλ. αδράνεια, νωθρότητα αρχ. μσν. απομάκρυνση από κοσμικές φροντίδες, ήρεμη πνευματική ζωή αρχ. 1. απομάκρυνση, αποχή από τα πολιτικά 2. έλλειψη πείρας …   Dictionary of Greek

  • ἀπραγμοσύνη — ἀπρᾱγμοσύνη , ἀπραγμοσύνη freedom from politics fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγμοσύνῃ — ἀπρᾱγμοσύνῃ , ἀπραγμοσύνη freedom from politics fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безвещьствьѥ — БЕЗВЕЩЬСТВЬ|Ѥ (2*), ˫А с. Бездействие: понѥже ѥдиною немоштьна имоушта. показа себѣ. се пострадавъ ѡ(т) безвештьствь˫а паче или лѣности (ἐξ ἀπραγμοσύνης) ΚΕ XII, 30б; понѥже безвештьствьѥмь моужа не зѣло сварити лѣпо паче помиловати старьца. (τῇ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ԱՆԿԱՄԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0168 Chronological Sequence: 10c, 11c գ. Ոչ գոլն կամակ. անյօժարութիւն. դժկամութիւն. եւ անգործութիւն. դատարկութիւն. անզբաղ կեանք. ἁπραγμοσύνη *Զաման ուղղոյն անկամակութեամբ չար թնդեցուցեալ. Նար. ՟Ղ՟Բ: *Զանհոգն վարեն կեանս, անկամակութեամբն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՆՔՆՆՈՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0255 Chronological Sequence: 5c գ. ἁπραγμοσύνη quies Չքննելն. անհետազօտութիւն. որ եւ ԱՆՔՆՆՈՒԹԻՒՆ. մանաւանդ Անհոգութիւն. հանդարտութիւն. չպըրպտելն, ետեւէ չինկնալն. *Արժան էր եւ զնոսա առնել մերով անքննողութեամբս տկարագոյնս. Առ որս. ՟Ժ՟Ե …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԱՐԱՊ — (ոյ, պարապք.) NBH 2 0628 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c գ. σχολή, ἁπραγμοσύνη otium, vacuum tempus, vacatio a negotiis. Անգործութիւն. դադարումն, եւ մինգամայն զբաղումն, ըստ որում դատարկ մնալով… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • απράγμονας — ο αυτός που δεν ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, αδιάφορος, αμέριμνος (αντίθ. πολυπράγμονας): Απράγμονας όπως ήταν, δε γνώριζε πραγματικά τι χώριζε τους δυο αυτούς συχωριανούς του. Ουσ. απραγμοσύνη, η αμεριμνησία, αδιαφορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἀπραγμοσύνης — ἀπρᾱγμοσύνης , ἀπραγμοσύνη freedom from politics fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγμοσύναις — ἀπρᾱγμοσύναις , ἀπραγμοσύνη freedom from politics fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγμοσύνηι — ἀπρᾱγμοσύνῃ , ἀπραγμοσύνη freedom from politics fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»