-
1 απραγμοσύνη
ἀπρᾱγμοσύνη, ἀπραγμοσύνηfreedom from politics: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀπρᾱγμοσύνῃ, ἀπραγμοσύνηfreedom from politics: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 απραγμοσυνη
ἥ1) бездеятельность, бездействие Thuc., Arph., Plut.ἡ Νικίου τῶν λόγων ἀ. Thuc. — бездействие, которое советует в своих речах Никий
2) незанятость, праздность, безделье Thuc., Xen., Dem., Plut. -
3 ἀπραγμοσύνη
Βλ. λ. απραγμοσύνη -
4 ἀπραγμοσύνῃ
Βλ. λ. απραγμοσύνη -
5 απραγμοσύνη
η1) безучастие, безразличие, равнодушие (к чужим делам, политике и т. п.); 2) беззаботность, беспечность -
6 ἀπραγμοσύνη
ἀπραγμ-οσύνη, ἡ,A freedom from politics, love of a quiet life, Ar.Nu. 1007, X.Mem.3.11.16; of states, Th.1.32;ἡ Νικίου τῶν λόγων ἀ. Id.6.18
.II love of ease, easiness of temper, Th.2.63,D.21.141.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπραγμοσύνη
-
7 ἀπρᾱγμοσύνη
ἀ-πρᾱγμοσύνη, Untätigkeit; bes. das Freisein von Staatsgeschäften, otium; Scheu vor Prozessen, Friedensliebe. Im schlimmen Sinne: Trägheit, Müßiggang -
8 απραγμοσύνη
faal olmama, uyuşukluk -
9 πολυ-πρᾱγμοσύνη
πολυ-πρᾱγμοσύνη, ἡ, das Wesen und Thun des πολυπράγμων; Ar. Ach. 798; Ggstz von ἀπραγμοσύνη, Thuc. 6, 87; das sich in die Angelegenheiten Anderer Mengen, Neugier, Vorwitz, mit ἀλλοτριοπραγμοσύνη vrbdn, Plat. Rep. IV, 444 b; auch Neuerungssucht u. dgl., Pol. 2, 43, 9; kleinliche Weitläuftigkeit und Umständlichkeit, Luc. V. H. 2, 10; – seltener in gutem Sinne, genaue, gründliche Erforschung, Pol. 5, 75, 6; vgl. Plut. περὶ πολυπραγμοσύνης, de curiositate.
-
10 ἀνδρ-αγαθίζομαι
ἀνδρ-αγαθίζομαι, sich als braver, guter Mann zeigen, Thuc. 2, 63. 3, 40, ἀπραγμοσύνῃ -ίζεται, er will ohne zu handeln brav sein.
-
11 απραγμοσύναις
-
12 ἀπραγμοσύναις
-
13 απραγμοσύνηι
-
14 ἀπραγμοσύνηι
-
15 απραγμοσύνην
-
16 ἀπραγμοσύνην
-
17 απραγμοσύνης
-
18 ἀπραγμοσύνης
-
19 καπραγμοσύνης
-
20 κἀπραγμοσύνης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απραγμοσύνη — η (AM ἀπραγμοσύνη) νεοελλ. αδράνεια, νωθρότητα αρχ. μσν. απομάκρυνση από κοσμικές φροντίδες, ήρεμη πνευματική ζωή αρχ. 1. απομάκρυνση, αποχή από τα πολιτικά 2. έλλειψη πείρας … Dictionary of Greek
ἀπραγμοσύνη — ἀπρᾱγμοσύνη , ἀπραγμοσύνη freedom from politics fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραγμοσύνῃ — ἀπρᾱγμοσύνῃ , ἀπραγμοσύνη freedom from politics fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безвещьствьѥ — БЕЗВЕЩЬСТВЬ|Ѥ (2*), ˫А с. Бездействие: понѥже ѥдиною немоштьна имоушта. показа себѣ. се пострадавъ ѡ(т) безвештьствь˫а паче или лѣности (ἐξ ἀπραγμοσύνης) ΚΕ XII, 30б; понѥже безвештьствьѥмь моужа не зѣло сварити лѣпо паче помиловати старьца. (τῇ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ԱՆԿԱՄԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0168 Chronological Sequence: 10c, 11c գ. Ոչ գոլն կամակ. անյօժարութիւն. դժկամութիւն. եւ անգործութիւն. դատարկութիւն. անզբաղ կեանք. ἁπραγμοσύνη *Զաման ուղղոյն անկամակութեամբ չար թնդեցուցեալ. Նար. ՟Ղ՟Բ: *Զանհոգն վարեն կեանս, անկամակութեամբն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆՔՆՆՈՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0255 Chronological Sequence: 5c գ. ἁπραγμοσύνη quies Չքննելն. անհետազօտութիւն. որ եւ ԱՆՔՆՆՈՒԹԻՒՆ. մանաւանդ Անհոգութիւն. հանդարտութիւն. չպըրպտելն, ետեւէ չինկնալն. *Արժան էր եւ զնոսա առնել մերով անքննողութեամբս տկարագոյնս. Առ որս. ՟Ժ՟Ե … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԱՐԱՊ — (ոյ, պարապք.) NBH 2 0628 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c գ. σχολή, ἁπραγμοσύνη otium, vacuum tempus, vacatio a negotiis. Անգործութիւն. դադարումն, եւ մինգամայն զբաղումն, ըստ որում դատարկ մնալով… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
απράγμονας — ο αυτός που δεν ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, αδιάφορος, αμέριμνος (αντίθ. πολυπράγμονας): Απράγμονας όπως ήταν, δε γνώριζε πραγματικά τι χώριζε τους δυο αυτούς συχωριανούς του. Ουσ. απραγμοσύνη, η αμεριμνησία, αδιαφορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀπραγμοσύνης — ἀπρᾱγμοσύνης , ἀπραγμοσύνη freedom from politics fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραγμοσύναις — ἀπρᾱγμοσύναις , ἀπραγμοσύνη freedom from politics fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραγμοσύνηι — ἀπρᾱγμοσύνῃ , ἀπραγμοσύνη freedom from politics fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)