Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπο-χωρίζω

  • 1 ἀπο-χωρίζω

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπο-χωρίζω

  • 2 χωρίζω

    χωρίζω (χωρίς) fut. χωρίσω; 1 aor. ἐχώρισα. Pass.: 1 aor. ἐχωρίσθην; pf. ptc. κεχωρισμένος (Hdt.+).
    to cause separation through use of space between, divide, separate, act. τὶ someth. (opp. συζεύγνυμι) Mt 19:6; Mk 10:9. τινὰ ἀπό τινος (cp. Pla., Phd. 12, 67c; Diogenes, Ep. 39, 1 χ. τὴν ψυχὴν ἀπὸ τοῦ σώματος; IAndrosIsis, Kyme 12; Jos, Bell. 5, 525 pl.; pass.: Ath., R. 18 [p. 71, 11]; Wsd 1:3; Philo, Leg. All, 2, 96) Ro 8:35, 39 (ApcMos 42 οὐδεὶς μὴ χωρίσῃ ἡμᾶς).
    to separate by departing from someone, separate, leave, pass., freq. in act. sense
    separate (oneself) (ApcSed 8:12 οὐ χωρίζομαι ἀπὸ τὸ γένος ἡμῶν), be separated of divorce (Isaeus 8, 36; Polyb. 31, 26 κεχωρίσθαι ἀπὸ τοῦ Λευκίου; Just., A II, 2, 4 and 6. Oft. in marriage contracts in the pap ἀπʼ ἀλλήλων χωρισθῆναι: PSI 166, 11 [II B.C.]; BGU 1101, 5; 1102, 8; 1103, 6 [all I B.C.] et al. See Dssm., NB 67 [BS 247]) ἀπό τινος 1 Cor 7:10. Abs. vss. 11, 15ab. JMurphy-O’Connor, The Divorced Woman in 1 Cor 7:10–11: JBL 100, ’81, 601–6.
    be taken away, take one’s departure, go away of stones that represent people Hs 9, 8, 1. Of people (JosAs 26:1; Jos., Vi. 215), w. ἀπό foll, Ac 1:4; 18:2. Foll. by ἐκ (Polyb. 3, 90, 2) 18:1. Abs. Phlm 15 (Polyb. 3, 94, 9; SIG 709, 10; 32 [w. εἰς foll.]; PTebt 50, 9 [II B.C.]; BGU 1204, 6 al. in pap; Jos., Bell. 1, 640 al.).
    In the case of κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν Hb 7:26 the mng. can include not only that Christ has been separated from sinful humans by being exalted to the heavenly world (s. what follows in the context of Hb 7:26), but also that because of his attributes (s. what precedes in the context: ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος) he is different from sinful humans (for this mng. cp. Hdt. 1, 172; 2, 91; Epict. 2, 9, 2; 2, 10, 2; 4, 11, 1).—B. 845. DELG s.v. χώρα. M-M. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > χωρίζω

  • 3 χωριζω

         χωρίζω
        I
        [χώρα] помещать, ставить
        II
        [χωρίς I]
        1) отделять, разделять, разобщать
        

    (τι καί τι и τί τινος Plat.)

        χωρίσαι τι κατὰ φυλός Xen.разбить что-л. на категории;
        αἱ γνῶμαι κεχωρισμέναι Her. — разделившиеся мнения, разногласие;
        τούτου χωρισθεῖσ΄ ἐγὼ ὄλλυμαι Eur. — без него я погибну;
        χωρισθῆναι Polyb. — отделиться, уйти;
        χωρισθεὴς εἰς Χαλκίδα Polyb. — ушедший в Халкиду;
        χωρίζεσθαι ἐκ τοῦ χάρακος Polyb. — удаляться от вала;
        κεχωρισμένη ἀπὸ τοῦ ἀνδρός Polyb. — разведенная с мужем;
        οἱ χωρίζοντες «разделители» (т.е. те грамматики, которые приписывали «Илиаду» и «Одиссею» различным авторам)

        2) разграничивать, различать
        

    (τι καί τι Plat.; τι ἀπό τινος Arst.)

        πολὺ κεχωρισμένος τινός Polyb.сильно отличающийся от чего-л.;
        χωρίζεσθαί τινος и τινι Her.и ἀπό τινος Isocr. отличаться от чего-л.

    Древнегреческо-русский словарь > χωριζω

  • 4 χωρίζω

    χωρίζω (von χωρίς), sondern, trennen, scheiden, τί τινος u. ἀπό τινος, auch übh. entfernen, u. pass. gesondert, getrennt werden, sein, auch sich trennen, sich entfernen; übtr., sich unterscheiden; so κεχώρισμαί τινος Her. 1, 172, u. oft, u. Folgde; seltener τινί, Her. 4, 28; χωρίζουσιν ἀλλήλων λόχους Eur. Phoen. 108; χωρισϑεὶς σέϑεν I. T. 596; πασῶν τεχνῶν ἄν τις ἀριϑμητικὴν χωρί ζῃ Plat. Phil. 55 e; χωρίσαντες ἀπ' ἐκείνων Polit. 268 c, u. oft; Sp., καὶ διαιρεῖν τὰς πράξεις Pol. 5, 31, 4; πολὺ κεχωρισμένος τῆς Ῥωμαϊκῆς αἱρέσεως, weit entfernt, ganz verschieden davon, 32, 9,11, u. so oft bei Sp. – Insbes. hießen bei den Alten die Grammatiker χωρίζοντες, Sonderer, welche die Il. u. die Od. verschiedenen Verfassern zuschrieben, s. Sengebusch Hom. diss. 1 p. 57.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > χωρίζω

  • 5 χωρίζω

    + V 1-4-1-5-12=23 Lv 13,46; Jgs 4,11; JgsB 6,18; 1 Chr 12,9
    A: to remove [τι] 1 Ezr 8,66; to separate from [τινά τινος] 1 Ezr 8,54; to remove from the teat [τινά τινος] 3 Mc 5,50; to separate from [ἀπό τινος] Wis 1,3
    P: to be separated 2 Ezr 9,1; to be separated from [ἀπό τινος] 1 Chr 12,9; to remove from [ἀπό τινος] Jgs 4,11; id. [τινος] 1 Ezr 5,39; to depart 2 Mc 5,21
    κεχωρισμένος separated, apart Lv 13,46 Cf. HELBING 1928, 164; →NIDNTT
    (→ἀποχωρίζω, διαχωρίζω, καταχωρίζω,,)

    Lust (λαγνεία) > χωρίζω

  • 6 χωρίζω

    χωρ-ίζω, [tense] pf. [voice] Pass. κεχώρισμαι, [ per.] 3pl. [dialect] Ion.
    A

    κεχωρίδαται Hdt.1.140

    , 151, al.: ([etym.] χωρίς).
    I in local sense, separate, divide,

    χ. ἀλλήλων λόχους E.Ph. 108

    ; exclude,

    τὴν πτέρνην Hp.Fract.11

    , etc.: τί τινος, freq. in Pl.,

    χ. τὴν ψυχὴν τοῦ σώματος R. 609d

    , cf. Phlb. 55e;

    ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψ. Phd. 67c

    , cf. Plt. 268c, etc.;

    πάντα κατὰ φυλάς X.Oec.9.8

    ; with inf. added, [

    τὴν τάξιν] ἐπὶ τῷ μέσῳ ἐχώρισεν ἕπεσθαι Id.An.6.5.11

    ; οἱ χωρίζοντες the Separators, a name given to those Grammarians (Xenon and Hellanicus acc. to Procl.Chr.p.102 Allen) who ascribed the Iliad and Odyssey to different authors, Sch.A Il.2.356, 649, 11.692,21.416:—[voice] Pass., to be separated, severed, or divided, Hdt.1.151, 3.12, al.; τινος E.IT 1002, Pl.Ti. 31b;

    σοφόν.. πάντων κεχωρισμένον Heraclit.108

    .
    II separate in thought, distinguish,

    ἡδύ τε καὶ δίκαιον Pl.Lg. 663a

    ;

    ἀπὸ τῶν ὠφελίμων τὰ καθ' αὑτά Arist.EN 1096b14

    ;

    χ. καὶ διασπᾶν Id.PA 642b18

    ; esp. in Logic,

    τὸν ἴδιον τῆς οὐσίας ἑκάστου λόγον ταῖς.. οἰκείαις διαφοραῖς χ. Id.Top. 108b6

    , cf. 132a13:— [voice] Pass., to be different,

    κεχωρίδαται πολλὸν τῶν.. ἄλλων ἀνθρώπων Hdt. 1.140

    : less freq. c. dat.,

    κεχώρισται οὗτος ὁ χειμών.. τοῖσι ἐν ἄλλοισι χωρίοισι γινομένοισι χειμῶσι Id.4.28

    ;

    ἀπ' ἀλλήλων Isoc.14.49

    ; νόμοι κεχωρισμένοι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων laws apart from others, far different, Hdt.1.172, cf. Plb.31.23.11;

    γνῶμαι κεχωρισμέναι Hdt.4.11

    ; opp. συγκεχυμένος, Pl.R. 524c;

    κεχώρισται πλεῖστον τό τ' εἶναι καὶ τὸ τοῦτον φάσκειν D.45.26

    .
    III [voice] Pass.,

    κεχωρισμένη ἀπὸ τοῦ ἀνδρός

    divorced,

    Plb.31.26.6

    ; θᾶσσον.. οἰστοῦ.. χωρίζεται, of a wife, E.Fr.1063.13.
    IV later in [voice] Pass., depart, go away, Plb.3.94.9, D.S.19.65, Heraclit.Incred.8;

    ἐκ θρόνων Ezek.Exag.76

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χωρίζω

  • 7 δια-χωρίζω

    δια-χωρίζω, absondern, aus einander stellen, Ar. Th. 14; unterscheiden, οἷς διακεχώρισται τό τε διαλεκτικῶς πάλιν καὶ τὸ ἐριστικῶς ἡμᾶς ποιεῖσϑαι πρὸς ἀλλήλους τοὺς λόγους Plat. Phil. 17 a; κατὰ γένη Tim. 58 a; ἀπό τινος, Polit. 262 b u. öfter; τὴν δύναμιν ἀπ' ἀλλήλων D. Sic. 20, 42.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δια-χωρίζω

  • 8 ἀποχωρίζω

    ἀπο-χωρίζω, absondern, trennen; τὰς τάξεις, abtreten lassen, wegschicken

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀποχωρίζω

  • 9 αποχωριζω

        1) отделять
        

    (τί τινος, ἔκ и ἀπό τινος Plat.)

        2) выделять
        

    (ὡς ἓν εἶδος Plat.; τάξεις αἵτινες βοηθήσουσι Lys.)

    Древнегреческо-русский словарь > αποχωριζω

  • 10 разлучать

    разлучать
    несов, разлучить сов (кого-л. с кем-л.) (άπο)χωρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > разлучать

  • 11 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

  • 12 отделить

    елю
    -лшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отделенный, βρ: -лен, -лена, -леш
    ρ.σ.μ.
    1. χωρίζω, ξεχωρίζω διαχωρίζω ξεδιαλέγω•

    отделить желток от белка ξεχωρίζω τον κρόκο από τα ασπράδι.

    || αποχωρίζω, αφαιρώ, βγάζω•

    отделить кору от ствола ξεφλουδίζω τον κορμό.

    || κάνω διάκριση, διακρίνω, διαγιγνώσκω• αναγνωρίζω•

    отделить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμμα.

    2. απομονώνω ξεκόβω.
    3. παραχωρώ•

    отделить часть имения παραχωρώ μέρος της κτηματικής περιουσίας.

    1. αποχωρίζομαι, (ξε)χωρίζομαι• αφαιρούμαι βγαίνω•

    кора -лась от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. απομακρύνομαι.
    4. παλ. χωρίζω, ζω χώρια•

    он –лся от отца αυτός χώρισε από τον πατέρα.

    5. εκκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отделить

  • 13 отрывать

    отрывать I
    несов
    1. κόβω, ξεκολλώ (μετ.), ἀποσπῶΓ \отрывать пу́говицу κόβω τό κουμπί·
    2. (взгляд и т. ἡ.) ξεκολλώ, ἀποσπὤ
    3. (разлучать) χωρίζω:
    \отрывать от семьи χωρίζω ἀπό τήν οἰκογένειά
    4. (отвлекать) ἀποσπώ:
    \отрывать от работы ἀποσπώ ἀπό τήν δουλειά.
    отрывать II
    несов прям., перен ξε-θαύω, ξεσκάβω, ξεχὠνω.

    Русско-новогреческий словарь > отрывать

  • 14 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 15 оторвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оторвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оторванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κόβω, αποκόπτω τραβώντας, τεντώνοντας•

    оторвать нитку κόβω την κλωστή•

    оторвать пуговицу κόβω το κουμπί.

    || κόβω, αποκόπτω•

    снарядом -ло ногу το βλήμα του έκοψε το πόδι•

    машиной -ло руку η μηχανή του έκοψε το χέρι.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αποσπώ, παίρνω, (απο)τραβώ.
    3. χωρίζω•

    оторвать дети от матери αποσπώ τα παιδιά από τη μάνα.

    || μτφ. απομακρύνω, απομονώνω, ξεκόβω•

    он был оторван от жизни ήταν ξεκομμένος από τη ζωή.

    εκφρ.
    оторвать от себя – κόβω από τον εαυτόμου (στερώ τον εαυτό μου)•
    с руками оторвать – (απλ.) αρπάζω, αποσπώ (με τα χέρια) κάτι αξιοζήλευτο.
    1. αποκόπτομαι, κόβομαι. || κυρλξ. κ. μτφ. αποσπώμαι. || ξεκολλώ.
    2. μτφ. ξεκόβομαι, απομονώνομαι•

    оторвать от масс ξεκόβομαι από τις μάζες•

    оторвать от жизни ξεκόβομαι από τη ζωή.

    3. αφίπταμαι, αποσπώμαι•

    самолёт оторватьлся от земли το αεροπλάνο απογειώθηκε.

    εκφρ.
    сердце -лось; -лось в сердце (в груди)βλ. έκφραση στη λ. оборваться.

    Большой русско-греческий словарь > оторвать

  • 16 στην

    στον, στούς и т. п.) πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач. направления действия, движения) в, к; на; πάμε στο καφενείο пошли в кафе; τα παράθυρα τού δωματίου μου βλέπουν στον κήπο окна моей комнаты выходят в сад; δεν εγύρισε τα μάτια της σε μένα она не взглянула на меня; πήγε στον πεθερό του он пошёл к тестю; πηγαίνω στο σπίτι я иду домой; σκαρφάλωσα στο βουνό взбираться на гору; 2) (при обознач, места) в; на; за; по; под; φυτεύω πατάτες στο περιβόλι сажать картофель в огороде; μένω στην λεωφόρο Συγγρού я живу на проспекте Сингру; κάθομαι στο τραπέζι сидеть за столом; σε όλον τον κόσμο по всему свету, во всём мире, везде; σέ όλον τον κόσμο είναι γνωστό... всему миру известно...; κάνω βόλτα στην πόλη гулять по городу; ήταν ξαπλωμένος σ' ένα δέντρο он лежал под деревом; η γη στριφογυρίζει στα πόδια μου у меня земля уходит из-под ног; 3) (при обознач, расстояния между чём-л.) до; από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο от одного тротуара до другого; από την μιά πόλη στην άλλη от одного города до другого; 4) (при обознач, времени, периода, срока) в; через; στα χίλια εννεακόσια εβδομήντα έξι в тысяча девятьсот семьдесят шестом току; στίς τρείς το πρωί в три часа утри; στα νιάτα (γηρατειά) μου в юности (старости); στον καιρό του в своё время; σε λίγο скоро; σε μισή ώρα через полчаса; σε δέκα μέρες через десять дней; στίς πέντε τού Γενάρη пятого января; 5) (при обознач, стоимости) за; на; τρία στη δραχμή три штуки на одну драхму; 6) (при обознач, способа оплаты): πληρώθηκα σε δολλάρια мне заплатили долларами; πληρώνω σε χρήμα (είδος) платить деньгами (натурой); 7) (при обознач, области, сферы проявления признака, свойства, а тж. области какого-л. действия) в; по; είναι μάστορης στο τάβλι он большой мистер игры в тавли; στα καλαμπούρια δεν τον παραβγαίνει κανείς в каламбурах ему нет равных; στο μπόι είναι πιο κοντός απ' όλους он меньше всех ростом; καλλίτερος σε ποιότητα лучший по качеству; είναι ξακουσμένη στην ομορφιά она известна своей красотой; είναι γιατρός στο επάγγελμα он врач по профессии; οι στρατιώτες ασκρύνται στη σκοποβολή солдаты упражняется в стрельбе; βρίσκομαι στην εξουσία стоять у власти; 8) (при сопоставлении) в; по; αυτό είναι ανώτερο στην αξία это дороже; σε τί είσαι καλύτερος από μένα; чем ты лучше меня?; είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια από σένα по годом я старше тебя; 9) (при обознач, деления на части) на; в; χωρίζω σε ίσα μέρη (στα εφτά) делить на равные части (на семь); σχίζομαι σε δυό расколоться пополам; σπάζω σε τρία κομμάτια разбиваться на три части; 10) (при обознач, состояния или перехода в какое-л. состояние) в; στην ακμή в расцвете сил; στον ύπνο μου во сне; μετατρέπω σε ερείπια превращать в развалины; 11) (при указании на форму) в; δράμα σε στίχους драма в стихах; κωμωδία σε τρείς πράξεις комедия в трёх действиях; 12) (при обознач, цели) на; τον έχω καλέσει σε γεύμα я его пригласил на обед; πηγαίνω σε κυνήγι иду на охоту; 13) (при обознач, образа действия): αρρώστησε στα καλά он тяжело заболел; ερωτεύομαι στα σωστά влюбиться не на шутку; στα γεμάτα интенсивно; βρέχει στα γεμάτα дождь зарядил; τελειώνω τη δουλειά στα πεταχτά кончать работу очень быстро; κλαίω στα ψέματα притворяться плачущим, плакать понарошку; 14) (при обознач, орудия и средства действия): με πέθανε στη φλυαρία она меня уморила своей болтовнёй; τον τσάκισαν στο ξύλο его сильно избили палками; 15) (при обознач, объединения, слияния) в; ένωσαν δυό δήμους σ' έναν объединили два дима в один; 16) (при обознач, превращения, перевода): μεταφράζω από τα ελληνικά στα ρωσσικά переводить с греческого на русский; ο ποιητής μετατράπηκε σε μεταφραστή поэт стал переводчиком; μετέτρεψα τα δολλάρια σε δραχμές я обменял доллары на драхмы; 17) (при обращении) к, в; απευθύνομαι στον υπουργό (στο υπουργείο) обращаться к министру (в министерство); 18) (при указании на источник) у; ράβω στον ράφτη шить у портного; 19) (при выражении пожелания): στο καλό! счастливо!, счастливого пути!; στην υγεία

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στην

  • 17 делить

    делю, делишь, ρ.δ.μ.
    1. μοιράζω, χωρίζω σε μέρη•

    делить имущество μοιράζω την περιουσία•

    делить поровну μοιράζω εξ ίσου•

    делить пополам μοιράζω στη μέση.

    2. διανέμω, διαμοιράζω. || μτφ. συμμετέχω, συμπονώ•

    она -ла с ними горе и радость αυτή μοιράζονταν μ’ αυτές τις πίκρες και τις χαρές.

    3. (μαθ.) διαιρώ.
    εκφρ.
    делить нечего – δεν ε’χομε να μοιράσομε (για να μαλώνομε)•
    делить шкуру неубитого медведя – τα ψάρια στη θάλασσα, το τηγάνι στη φωτιά.
    1. διαιρούμαι• διχάζομαι, χωρίζομαι, διχοτομούμαι• διακλαδίζομαι. || υποδιαιρούμαι•

    искусство -ится на школы η Τέχνη χωρίζεται σε σχολές.

    || χωρίζω, ζω χώρια•

    он с отцом -лся αυτός χώρισε από τον πατέρα του.

    2. αλληλομοιράζομαι•

    он делился с другом последней копейкой αυτός μοιράζονταν με το φίλο του και το τελευταίο καπίκι.

    3. ανταλλάσσω•

    делить опытом работы ανταλλάσσω την πείρα της δουλειάς•

    -знаниями ανταλλάσσω τις γνώσεις•

    делить впечатлениями λέμε τις εντυπώσεις μας.

    4. (μαθ.) διαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > делить

  • 18 отмежевать

    -жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмежёванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.) χωρίζω, ξεχωρίζω, βάζω όρια•

    отмежевать поле βάζω σύνορα στο χωράφι•

    отмежевать одну область знаний от другого ξεχωρίζω τον ένα τομέα γνώσεων από τον άλλο.

    (ξε)χωρίζομαι απομονώνομαι. || διίσταμαι χωρίζω τα τσανάκια• κόβω σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > отмежевать

  • 19 расслоить

    -лою, -лоишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расслоённый, βρ: -лон, -лоена, -лоено
    ρ.σ.μ.
    1. χωρίζω ή κάνω κατά στρώματα•

    расслоить тесто φτιάχνω το ζυμάρι φύλλα•

    расслоить почву σχηματίζω πετρώματα στο έδαφος.

    2. μτφ. χωρίζω σε κοινωνικά στρώματα.
    1. χωρίζομαι, σε στρώματα ή φύλλα.
    2. μτφ. χωρίζομαι (από διακριτικά σημάδια).

    Большой русско-греческий словарь > расслоить

  • 20 διαχωριζω

    διαχωριζω 1 aor. διεχώρισα LXX; aor. pass. διεχωρίσθην LXX; pf. pass. ptc. διακεχωρισμένος LXX (s. χωρίζω; Aristoph. et al., X., Pla.; PTebt 802, 14; POxy 1673, 5; LXX; TestJob 38:3; Test12Patr; GrBar 16:13; Philo, Joseph.; Mel., P. 55, 407) to cause a distance to be put between objects or persons, separate τὶ ἀπό τινος someth. fr. someth. 1 Cl 33:3 (cp. Gen 1:4, 6f; Jos., Bell. 1, 535; TestJos 13:6). Mid. and pass. be separated, part, go away (mid. Diod S 4, 53, 4; pass. of a divorced woman Jos., Ant. 15, 259) ἀπό τινος (in a love charm PGM 12, 458f ποίησον τὸν δεῖνα διαχωρισθῆναι ἀπὸ τοῦ δεῖνος get so-and-so separated from so-and-so; Herm. Wr. 1, 11b; Gen 13:9, 11; Sus 13 Theod.) mid. Lk 9:33; pass. 1 Cl 10:4 (Gen 13:14).—DELG s.v. Χώρα. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > διαχωριζω

См. также в других словарях:

  • χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… …   Dictionary of Greek

  • χωρίζω — χώρισα, χωρίστηκα, χωρισμένος 1. αποχωρίζω, ξεχωρίζω, απομακρύνω κάποιον ή κάτι: Χωρίζει τα στέρφα από τα γαλάρια. 2. διαλέγω, προτιμώ. 3. διανέμω, διαμοιράζω: Ήταν πολλά αδέρφια, και ο πατέρας τους τους χώρισε την περιουσία του λίγους μήνες πριν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα …   Dictionary of Greek

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

  • φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… …   Dictionary of Greek

  • δαίω — (I) δαίω (Α) 1. 1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει 2. καίω, κατακαίω 3. καυτηριάζω II. δαίομαι απλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < *δaίFω < *δaFγω (με επένθεση) ή < *δayyω < *δaF yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από …   Dictionary of Greek

  • μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ξεχωρίζω — (Μ ξεχωρίζω) 1. χωρίζω, θέτω χωριστά, αποχωρίζω, τοποθετώ κάτι σε διαφορετική θέση από άλλα ή από άλλο αντικείμενο («ξεχώρισα τα φρέσκα από τα μπαγιάτικα») 2. δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση, προτιμώ, κάνω διάκριση («μην ξεχωρίζεις τους μαθητές σου»)… …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»