-
1 χωρίζω
I in local sense, separate, divide,χ. ἀλλήλων λόχους E.Ph. 108
; exclude,τὴν πτέρνην Hp.Fract.11
, etc.: τί τινος, freq. in Pl.,χ. τὴν ψυχὴν τοῦ σώματος R. 609d
, cf. Phlb. 55e;ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψ. Phd. 67c
, cf. Plt. 268c, etc.;πάντα κατὰ φυλάς X.Oec.9.8
; with inf. added, [τὴν τάξιν] ἐπὶ τῷ μέσῳ ἐχώρισεν ἕπεσθαι Id.An.6.5.11
; οἱ χωρίζοντες the Separators, a name given to those Grammarians (Xenon and Hellanicus acc. to Procl.Chr.p.102 Allen) who ascribed the Iliad and Odyssey to different authors, Sch.A Il.2.356, 649, 11.692,21.416:—[voice] Pass., to be separated, severed, or divided, Hdt.1.151, 3.12, al.; τινος E.IT 1002, Pl.Ti. 31b;σοφόν.. πάντων κεχωρισμένον Heraclit.108
.II separate in thought, distinguish,ἡδύ τε καὶ δίκαιον Pl.Lg. 663a
;ἀπὸ τῶν ὠφελίμων τὰ καθ' αὑτά Arist.EN 1096b14
;χ. καὶ διασπᾶν Id.PA 642b18
; esp. in Logic,τὸν ἴδιον τῆς οὐσίας ἑκάστου λόγον ταῖς.. οἰκείαις διαφοραῖς χ. Id.Top. 108b6
, cf. 132a13:— [voice] Pass., to be different,κεχωρίδαται πολλὸν τῶν.. ἄλλων ἀνθρώπων Hdt. 1.140
: less freq. c. dat.,κεχώρισται οὗτος ὁ χειμών.. τοῖσι ἐν ἄλλοισι χωρίοισι γινομένοισι χειμῶσι Id.4.28
;ἀπ' ἀλλήλων Isoc.14.49
; νόμοι κεχωρισμένοι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων laws apart from others, far different, Hdt.1.172, cf. Plb.31.23.11;γνῶμαι κεχωρισμέναι Hdt.4.11
; opp. συγκεχυμένος, Pl.R. 524c;κεχώρισται πλεῖστον τό τ' εἶναι καὶ τὸ τοῦτον φάσκειν D.45.26
.
См. также в других словарях:
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek