-
1 ἀποφθίνω
ἀπο-φθίνω [ῐ],I intr. in [tense] pres., perish utterly, die away, A.Ag. 857;ἀποφθίνει τὰ χρηστά S.Ph. 457
: also in [tense] pf.ἀπέφθῐκα Them.Or.28.341d
: but mostly,II causal, in [tense] fut. -φθίσω, [tense] aor. ἀπέφθισα [ῑ [dialect] Ep., [pron. full] ῐ Trag.]:—make to perish, waste away, destroy,ἄνδρας ἀποφθίσειε θάλασσα Hes.Op. 666
; πρὸς γυναικὸς δ' ἀπέφθισεν βίον had his life taken by a woman's hand, A.Ag. 1454 (lyr.); ;τὸν βαλόντ' ἀποφθίσαι χρήζων Id.Tr. 709
; of disease, cause death, be fatal, Hp.Aër.11.2 most freq. in [voice] Pass., = [voice] Act. intr., perish, die, esp. in [tense] aor. with [tense] plpf. form ἀπέφθιτο [ῐ] Od.15.268; imper.ἀποφθίσθω Il.8.429
; opt. ἀποφθίμην [ῑ] Od.10.51; [dialect] Ep. and Lyr. part. ἀποφθίμενος [ῐ] dead, Il.3.322, al., Ibyc.27, B.8.79 (not in Trag.): also in [dialect] Ep. [tense] aor. [ per.] 3pl.ἀπέφθιθεν Od.5.110
, 133, 7.251 (v.l. ἀπέφθιθον).3 [voice] Med., [tense] aor. 1 -φθίσασθαι [ῑ] Q.S.14.545.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποφθίνω
-
2 ἀποφθίνω
ἀπο - φθίνω, aor. mid. ἀπεφθίμην, ἀποφθίμην, ἀπέφθιτο, opt. ἀποφθίμην, imp. ἀποφθίσθω, part. ἀποφθίμενος, aor. pass. ἀπεφθίθην, 3 pl. ἀπέφθιθεν: mid. and pass., perish, die, Il. 18.499 ; λευγαλέῳ θανάτῳ, Od. 15.358; λυγρὸν ὄλεθρον, Od. 15.268.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποφθίνω
-
3 φθίω
φθίω, ἔφθιον, each once in Hom. (v. infr. 1.2), the common [tense] pres. being [full] φθίνω, Od.5.161, al. (also [full] φθινύθω, q. v.): [tense] impf.Aἔφθῐνον Hdt.3.29
, Pl.Ti. 77a: [tense] fut. and [tense] aor. φθ (ε) ίσω, e)/fq (e) ισα and ἔφθῐσα (v. infr. 11): [tense] pf. ἔφθῐκα v. l. in Dsc.Praef.6 (cf. φθινάω), ([etym.] ἀπ-) Them.Or.28.341d:—[voice] Med. and [voice] Pass. (in same sense), [tense] fut. φθίσομαι (leg. φθείσομαι, in view of φθείσω, v. infr. 11) Il.11.821 ( φθειται PGen. (ii B. C.)), 19.329, 24.86 (v.l.), Od.13.384: [tense] aor. 1 φθίσασθαι ([etym.] ἀπο-) Q.S. 14.545: [ per.] 3pl. [tense] aor. [voice] Pass. ἔφθῐθεν, v. ἀποφθίνω: [tense] aor. 2ἐφθίμην, ἔφθῐσο A.Th. 971
(lyr.);ἔφθῐτο Il.18.100
, Thgn.1141 (nisi leg. ἔφθιται), A.Eu. 458, S.OT 962, E.Alc. 414 (lyr.); [ per.] 3pl.ἐφθίατο Il.1.251
; imper. [ per.] 3sg. φθίσθω ([etym.] ἀπο-) 8.429; [dialect] Ep. subj.φθίεται 20.173
,φθιόμεσθα 14.87
; opt. φθίμην ([etym.] ἀπο-) Od.10.51, φθῖτο ([etym.] φθῖτ') 11.330 (the v.l. φθεῖτ' is incorrect); inf.φθίσθαι Il.9.246
, 13.667, Od.14.117, 15.354, ([etym.] κατα-) 2.183 (always with incorrect v. l. φθεῖσθαι); part. φθίμενος, v. infr. 1.2: rare in [tense] pf.,ἔφθιται Od.20.340
, [ per.] 3pl.ἐξ-έφθινται A.Pers. 679
(lyr.). [Hom. has [pron. full] ῑ in φθίῃς (infr.1.2), [pron. full] ῐ in ἔφθιεν (infr.), φθιόμεσθα, φθίεται: [pron. full] ῑ always in [tense] fut. and [tense] aor. φθίσω, φθίσομαι, ἔφθισα (sed v. infr. 11), cf. φθῑσήνωρ, φθῑσίμβροτος (qq. v.): [pron. full] ῐ always in [tense] aor. and [tense] pf. [voice] Pass. (v. supr.), exc. in opt. (v. supr.):—Hom. also uses [pron. full] ῑ in φθίνω (prob. fr. Φθῐ-νϝω, cf. φθίνυθω ) whereas [pron. full] ῐ always in φθῐνω in Pi. and Trag., who use [pron. full] ῐ even in ἔφθισα, v. infr. 11.] (Cf. ψίνω, ψινάς, ψίσις: φθῐ- and ψῐ- correspond to Skt. k[snull ]i-, [tense] pres. k[snull ]iṇā´ti, k[snull ]iṇóti, 'he destroys', [voice] Pass. K[snull ][imacracute]yante 'they perish', ák[snull ]itas ( = ἄφθιτος) 'imperishable', [tense] fut. stem k[snull ]e[snull ]ya- ( = φθεισο-), [tense] aor. stem k[snull ]e[snull ]- (= φθεις-).)I decay, wane, of Time, πρίν κεν νὺξ φθῖτο (opt. [tense] aor. ) first would the night be come to an end, Od.11.330:τῆς νῦν φθιμένης νυκτός S.Aj. 141
(anap.); in this sense mostly in [tense] pres. φθίνω, φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα they wane or pass away, Od.11.183, etc.; μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω let not thy life be wasted, 5.161: esp.b of the moon, wane, [σελήνη] αὐξανομένη καὶ φθίνουσα Arist.Cael. 291b20
; hence, in monthly reckoning, μηνῶν φθινόντων in the moon's wane, i.e. towards the month's end, 10.470, etc.; later, μὴν φθίνων, the last decad, IG12.298.17, 328.13, Th.5.54, etc.; opp. ἱστάμενος (ἵστημι B. 111.4
), μεσῶν, but in Hom., the second half of the month ([etym.] τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο), Od.14.162, 19.307.c of the stars, decline, set, A.Ag.7 (prob. interpol.).2 of persons, waste away, pine, perish,ὥς κε δόλῳ φθίῃς Od.2.368
(perh. [tense] aor. subj. with [pron. full] ῑ metri grat.); ἤτοι ὁ τῆς ἀχέων φρένας ἔφθιεν was wasting away in mind, Il.18.446 (perh. trans., causing his heart to pine; prob. [tense] impf., but possibly [tense] aor.);φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ E.Alc. 203
; ; οἱ φθίνοντες consumptive people, Hp.Aph.3.10, cf. Epid.1.24.b of life, strength, etc.,οὐ φθίνει ἀρετά Pi.P.1.94
;φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς φ. δὲ σώματος S.OC 610
, cf. OT 665 (lyr.);ὕβρις.. ἀνθεῖ τε καὶ πάλιν φ. Id.Fr. 786
;ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν Id.Tr. 548
;τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει E.Fr.415.5
, cf. Pl.Phd. 71b, Ti. 81b, etc.; c. dat. modi,πόλις φθίνουσα μὲν κάλυξιν.., φθίνουσα δ' ἀγέλαις S.OT25
; of things, fade away, disappear,ἐδεστὸν ἐξ αὑτοῦ φ. καὶ ψῇ Id.Tr. 677
;τὸ σῶμα φθίνει Hp.Loc.Hom.24
; metaph., (lyr.), cf. Ant. 1013:—[voice] Pass.,αὐτὸς φθίεται Il.20.173
, cf. 14.87; more freq. in [tense] fut. and [tense] aor., ἤδη φθ<ε> ίσονται 11.821, cf. 19.329, Od.13.384;τηλόθι πάτρης ἔφθιτο Il.18.100
; ;νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φθίσθαι 13.667
; ; πρὸς φίλου ἔφθισο wast slain by.., A.Th. 971 (lyr.), cf. E.Med. 1414 (anap.): freq. in part. φθίμενος, slain, dead, Od.11.558, al.;χερσὶν ὑπ' Ἀργείων φθίμενος Il.8.359
;ἐν πολέμῳ φθίμενον IG12
. 976; φθίμενοι the dead,φθιμένοισι μετείην Od.24.436
; πενθήσει βασιλῆ φ. Orac. ap. Hdt.7.220, cf. Euph.21;φθιμένων ζῳῶν τε φωτῶν Pi.I. 4(3).10(28)
, cf. B.5.83;φθιμένοισιν A.Th. 732
(lyr.); , cf. Ant. 836 (anap.);μηδέτιν' εἰπεῖν.. φθιμένων E.Hec. 137
(anap.): less freq. c. Art. (cf. φθιτός), τὸν φθίμενον A.Th. 336
(lyr., codd.);τῶν φ. Id.Ag. 1023
(lyr.);τῶν πρότερον φ. Id.Ch. 403
(anap.); φ. δέμας, σῶμα, mortal, IG9(1).882.9,12 (Corc.); Φθιμένη Perishing, personified as a goddess,Φυσώ τε Φ. τε Emp. 123.1
: rare in Prose,τοῖς φθιμένοις X.Cyr.8.7.18
.II Causal, in [tense] fut. φθ (ε) ίσω, [tense] aor. 1 ἔφθ (ε) ισα (usu. written φθίσω, ἔφθισα in codd., but correctly φθεισαν (Od.20.67 ) in PHib.1.23 (iii B. C.), φθείσει (Il.6.407) in cod. A and Et.Gen.cod.B (Miller Mélanges 300)), cause to decay or pine away, consume, destroy,φθ (ε) ίσει σε τὸ σὸν μένος Il.6.407
; τὸν Πάτροκλος ἔμελλε φθ (ε) ίσειν 16.461, cf. 22.61; ; ; τόν ἔθελον φθ (ε) ῖσαι ib. 428;τοκῆας.. φθ (ε) ῖσαν θεοί 20.67
: rare in Trag. (only lyr., and in the form ἔφθῐσα), Μοίρας φθίσας A.Eu. 173
;τὸν.. ὑπὸ σῷ φθίσον κεραυνῷ S.OT 202
; ap. D.L.8.23; νῦν σε μοῖρα.. φθίνει, φθίνει dub. in S.El. 1414 (lyr., fort. σοι).
См. также в других словарях:
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
φθισήνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες 2. καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ ήνωρ, λυσ ήνωρ. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισ ήνωρ,… … Dictionary of Greek
φθισίκηρος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τής Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπί κηρος. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί κηρος, σχηματισμένου από την απαθή… … Dictionary of Greek
φθισίμβροτος — και φθισίβροτος, ον, Α (επικ. τ.) αυτός που εξολοθρεύει τους βροτούς, τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + (μ)βροτος (< βροτός* «θνητός»). Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί μβροτος, σχηματισμένου από την απαθή… … Dictionary of Greek
φθισίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φθείρει τον νου, που καταστρέφει τη σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (< φθίνω + φρων [< φρήν, φρενός]), πρβλ. κλεψί φρων. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθει σίφρων, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα τού… … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek
φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… … Dictionary of Greek
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek