-
1 ἀπο-ρέγχω
-
2 ἀπορέγχω
-
3 απορεγχω
-
4 ῥέγκω
Grammatical information: v.Meaning: `to snore, to snort' (A., E., com., Arist. [v. l.]).Derivatives: ῥέγκ-ος (- χ-) n. `snore' with - ώδης `snore-like', ῥέγξις f. `id.' (Hp.). -- Beside it some iterative-intensive formations with ο-voc.: ῥογκιῆν ῥέγκειν. Έπίχαρμος H. (after the verbs of disease in - ιάω); ῥογχάζειν H. as explanation of ῥυγχιάζειν with ῥογχ-ασμός = ῥέγχος (Gal.), - αστής = nasator (gloss.); ῥογχ-αλίζω `to snore' (gloss.; after γαργαλίζω a.o.); also ῥόγχος (Cael. Aur.), ῥωχμός = ῥέγχος (Erot.); to this ῥωγμός, ῥοχμός, ῥογμός `to hiss' (late medic.); ῥώχω `to hiss, to chatter one's teeth' (Sor., H.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Onomatop. word, that may have a close agreement in Celtis, in OIr. srennim `snort' \< * srenk-nā-mi, with MIr. srēimm `snoring' \< *srenk-s-mn̥ (would be Gr. *ῥέγχμα). -- WP. 2, 705, Pok. 1002; on it Meid IF 65, 39; on the formation cf. Schwyzer 692. Cf. ῥύγχος. -- The variation may point to a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,647Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥέγκω
См. также в других словарях:
ρέγχω — ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῡ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
ρογχός — ὁ, Α ῥωχμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥογχός έχει σχηματιστεί είτε από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. ῥέγχω* είτε υποχωρητικά από τον τ. ῥογχάζω] … Dictionary of Greek
ροχαλίζω — ῥογχαλίζω, ΝΑ, και ρουχαλίζω Ν αναπνέω θορυβωδώς κατά τη διάρκεια τού ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥογχαλίζω είναι εκφραστικό παράγωγο τού ρ. ρέγχω* σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. ρογχάζω) με ένθημα αλ (πρβλ. κογχ αλ ίζω) και… … Dictionary of Greek
ρόγχος — και ρόχος, ο, Ν [ρέγχω] 1. ροχαλητό, ροχάλισμα 2. ιατρ. στον πληθ. οι ρόγχοι χαρακτηρισμός τών πρόσθετων παθολογικών ήχων που παράγονται κατά την ακρόαση τών πνευμόνων σε ασθενείς με χρόνιες ή οξείες πνευμονικές παθήσεις 3. (φρ) «επιθανάτιος… … Dictionary of Greek