-
1 ἀπο-πήγνυμι
ἀπο-πήγνυμι, (s. πήγνυμι), gefrieren lassen, Ar. Ran. 126; pass., gefrieren, erstarren, αἷμα ἀποπήγνυται Xen. An. 5, 8, 15; ἀποπαγησόμεϑα ὑπὸ ψύχους Mem. 4, 3, 8; Sp.
-
2 ἀποπήγνυμι
ἀπο-πήγνυμι, gefrieren lassen; pass., gefrieren, erstarren -
3 αποπηγνυμι
леденить, замораживать(ἀντικνήμια Arph.)
; pass. застывать, мерзнуть(ὑπὸ ψύχους Xen.)
-
4 μεταπαγέντα
μεταπᾱγέντα, μετά, ἀπό-ἄγνυμιbreak: aor part pass neut nom /voc /acc plμεταπᾱγέντα, μετά, ἀπό-ἄγνυμιbreak: aor part pass masc acc sgμετά-πάσσωsprinkle: aor part pass neut nom /voc /acc plμετά-πάσσωsprinkle: aor part pass masc acc sgμετά-πήγνυμιAër.aor part pass neut nom /voc /acc plμετά-πήγνυμιAër.aor part pass masc acc sgμεταπᾱγέντα, μετά-πήγνυμιAër.aor part pass neut nom /voc /acc pl (doric)μεταπᾱγέντα, μετά-πήγνυμιAër.aor part pass masc acc sg (doric) -
5 πάσσαλος
πάσσᾰλος, [dialect] Att. [pref] πάττ-, ὁ, [dialect] Ep. gen. πασσαλόφι (v. infr.), ([etym.] πήγνυμι)A peg on which to hang clothes, arms, etc.,ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il. 24.268
, cf. 5.209 ;ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον Od. 21.53
;ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν' Pi.O.1.17
, cf. B.Scol.Oxy.1361.1.1 ;ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα Od.8.67
;χαλινοὺς.. ἐκ πασσάλων δέουσι Hdt.4.72
, v. ἐκ 1.6 ;[χιτῶνα] πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Od.1.440
;κύλιξ.. κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Hermipp.55
;ἐπὶ τῶν παττάλων Arist.PA 681a25
; ; peg for making a hole in a vine-stem, Thphr.HP2.5.5, CP3.12.1 ; used to force open the mouth or as a gag, Ar.Eq. 376, Th. 222 ; of stakes used to mark boundaries, IG14.352i38 ([place name] Halaesa) ; pale, Apollod. Poliorc. 140.7, al.:—prov. of things very small or worthless, ἔχουσι μηδὲ πάτταλον not a pin (i. e. no part of their fee), Ar.Ec. 284 ;μηδὲ π. καταλιπεῖν Luc.Jud.Voc.9
;παττάλου γυμνότερος Aristaenet.2.18
; alsoπάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται Eust. 126.13
, cf. Com.Adesp.494 ; εἶναι ἐν πασσάλοις, i.e. to be hung up, not in use, Lib.Or.1.268.II from the like ness of form,2 = ἵππος ὀρθόκωλος, Hippiatr.115.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάσσαλος
-
6 πασσαλος
атт. πάττᾰλος ὅ [πήγνυμι]1) колышек, (деревянный) гвоздь(κρεμάσαι ἐκ πασσαλόφι Hom.)
αἱρεῖν ἀπὸ πασσαλόφι Hom. — снимать с гвоздя;χαλινοὺς ἐκ πασσάλων δῆσαι Her. — привязывать (лошадей за) уздечки к колышкам;μηδὲ πάτταλον ἔχειν погов. Arph. — не иметь ни гвоздя, т.е. не иметь решительно ничего2) затычка, кляп3) Arph., Anth. = νενβςυν φιςιμε -
7 ἅπαξ
A once, once only, once for all, first in Od.,ὅτε τ' ἄλλοι ἅ. θνῄσκουσ' ἄνθρωποι 12.22
; ἅ... ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι ib. 350;ἀπαλλάχθηθ' ἅ. E.Cyc. 600
; οὐχ ἅ. μόνον more than once, A.Pr. 211;ἅ... κοὐχὶ δίς S.OC 1208
;πολλάκις καὶ οὐχὶ ἅ. Hdt.7.46
;πολλάκις τε κοὐχ ἅ. S.OT 1275
;μὴ ἅ. ἀλλὰ πολλάκις Antipho 1.3
, cf. Pl.Lg. 711a;μὴ δίς, ἀλλ' ἅ. μόνον Arist.Pol. 1299a10
; of the self-creation ofΝοῦς, τὴν ποίησιν αὑτοῦ.. ἅ. εἶναι Plot.6.8.21
; ἅ. ἔτι yet this once, A.Ag. 1322; τὸ ἅ. τοῦτο at this moment, LXX2 Ki.17.7; ἅ. δυοῖν ποδοῖν, i.e. two square feet ( 1 x 2), opp. δυοῖν δίς ( 2 x 2), four, Pl.Men. 82c.2 c. gen., ἅ. τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἔτεος ἑκάστου ἅ., Hdt.2.59, 4.105; alsoἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἅ. Id.2.132
.II without any notion of number, after conditional and temporal Particles, if once, when once, εἴπερ ἐσπείσω γ' ἅ. if once you have made a treaty, Ar.Ach. 307. cf. 923;ἢν ἅ. ἁλῷ Id.V. 898
, cf. Av. 342;ἂν ἅ. τις ἀποθάνῃ Amphis 8
;ἐπειδήπερ γ' ἅ. ἐμοὶ σεαυτὸν παραδέδωκας Ar.V. 1129
;ἐπεὶ ἅ. ἐταράχθησαν Th.7.44
;ὡς ἅ. ἤρξατο X.HG5.4.58
;ἐπεὶ ἅ. αὐτοῖς φίλος ἐγένετο Id.An.1.9.10
, cf. 3.2.25, Isoc.12.242;ὡς ἅ. ἐγκλήματα ἐταράχθη D.18.151
: so with part.,ἐπὶ γᾶν ἅ. πεσὸν... αἷμα A.Ag. 1019
(lyr.);ἅ. θανόντος οὔτις ἔστ' ἀνάστασις Id.Eu. 648
;ἅ. ἐλθόντες Pl.Prm. 165e
, cf. Ep.Hebr.6.4, etc. (ἁ- = sṃ (cf. εἷς) ; -παξ akin to πήγνυμι.) -
8 σκήπτομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to support oneself, to lean, to pretend something, to use as a pretention', σκήπτω, fut. σκήψω, aor. σκῆψαι, pass. σκηφθῆναι, perf. ἐπ-έσκηφα, pass. ἐπ-έσκημμαι `to throw down, to sling', intr. `to throw oneself down, to fall down', often w. prefix (almost only act.), κατα-, ἐπι-, ἀπο-, ἐν- (IA.); ἐπι-σκήπτω also `to impose, to command', midd. (Att. juridical language) `to object, to prosecute, to raise a complaint'.Derivatives: σκῆψις f. `excuse, pretention, pretext' (IA.), ἐπίσκηψις f. `objection, complaint' (Att.); ἀπόσκημμα ἀπέρεισμα H. (A. Fr. 18 = 265 M.), ἐπίσκημμα = ἐπίσκηψις ( Lex. Rhet. Cant.). Further several expressions for `stick etc.': 1. σκᾶπος κλάδος, καὶ ἄνεμος ποιός H. (on the last-mentioned des. s. σκηπτός). 2. σκηπ-άνη f. (AB) with - άνιον n. `stick, scepter' (Ν 59, Σ 247, Call. Fr. anon. 48, AP), σκαπάνιον βακτηρία, ἄλλοι σκίπωνα H. 3. σκᾶπτον n. (Dor.) `id.' (Pi.), IA. σκῆπτον in σκηπτ-οῦχος `stick-, scepter-bearer' = `ruler' (Hom. a. o.), with the Persians a. other Asiat. peoples who has a high office at the court (Semon., X a. o.) with - ία f. (A. a. o.). 4. σκῆπτρον n. `id.' (ep. poet. Il.; like βάκτρον a. o., Schwyzer 532 w. lit., Chantraine Form. 331); on the meaning etc. see Combellack ClassJourn. 43, 209ff., Gatti Acme 2: 3, 23 ff. On itself, with deviant meaning 5. σκηπτός m. `thunderbolt, lightning, suddenly breaking storm' (trag., X., D., Arist. a. o.); cf. φρυκτός, στρεπ-τός; s. also below.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably] Eur. substr.Etymology: With σκήπτω: σκῆψαι: σκᾶπος cf. e.g. κόπτω: κόψαι: κόπος, τύπτω: τύψαι: τύπος. The yot-present σκήπτω is formally easily understandable as deriv. of a noun σκᾶπος (*σκά̄ψ?) `stick'; so prop. *'handle with the stick, supporting, driving or swinging' (Walde LEW2 s. scāpus, Persson Beitr. 2, 941, WP. 2, 561)?; semant. possible, though not immediately clear. Then not only σκᾶπος, but also σκηπάνη, - άνιον, σκᾶπτον and σκῆπτρον would have to be registered with the s. σκάπτω discussed manyfold expressions for `plane, hew, dig etc.'; only for σκηπτός (as for σκῆψις, σκῆμμα) one would have to start, because of the meaning, from the denominative σκήπτω (even from the presentstem?). In the sense of ' ἄνεμος ποιός' (H.) σκᾶπος would have been influnced by σκηπτός. A primary σκήπτω with the meaning `support' (from where then σκᾶπος as *'support' etc.) would be without non-Greek support. The Greek system with permanent full grade is in any case an innovation; the for σκᾶπτον, σκῆπτ(ρ)ον epected zero grade may be found in the Germ. word for `shaft, spear, lance', OHG skaft m., OWNo. skapt n. a. o.; cf. anal. πηκτός beside old Ion. πᾰκτόω (s. πήγνυμι). -- With σκᾶπος can be equated Lat. scāpus `shaft, stalk' and Alb. shkop `stick, sceptre'. Other longvowel forms, for Greek uninteresting, are: with ō Lat. scōpa `thin twig', scōpiō `the stalk, from which hang the berries of the wine-grapes'; with ē CS. štapъ `stick'; unclear Latv. šk̨èps `spear, javelin' (cf. Vasmer s. štap; diff. W. Hofmann s. scāpus). Further rich material with partly hypothetical or doubtful combinations and extensive lit. in WP. 2, 561 f., Pok. 932; on Greek esp. Solmsen Wortforsch. 206 ff. -- Not here σκίπων and σκίμπτομαι. -- The word could be IE (* sk(e)h₂p-, but I think also of a loan from a Eur. substrate; cf. the discussion on σκάπτω.Page in Frisk: 2,728-729Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκήπτομαι
См. также в других словарях:
Παγασές — Σημαντική πόλη της αρχαίας Πελασγιώτιδας. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στα ερείπια της αρχαίας Δημητριάδας, στην αρχή της εθνικής οδού Βόλου Αθήνας. Οι Π. ήταν επίνειο των αρχαίων Φερών (σημ. Βελεστίνο) και μαζί με την Ιωλκό και την Άλο… … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
μεταπαγέντα — μεταπᾱγέντα , μετά , ἀπό ἄγνυμι break aor part pass neut nom/voc/acc pl μεταπᾱγέντα , μετά , ἀπό ἄγνυμι break aor part pass masc acc sg μετά πάσσω sprinkle aor part pass neut nom/voc/acc pl μετά πάσσω sprinkle aor part pass masc acc sg μετά… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγος — I Αρχαία ελληνική πόλη της Πελοποννήσου, αρχαιότερη και από την Κόρινθο. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη αυτή. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * (I) ο … Dictionary of Greek
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… … Dictionary of Greek
πάσσαλος — ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α 1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» το κακό καταπολεμάται με κακό νεοελλ. τεχνολ … Dictionary of Greek
πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
παγετός — Φαινόμενο που οφείλεται στην πτώση της θερμοκρασίας του αέρα μέχρι το μηδέν της εκατόβαθμης κλίμακας ή και κάτω από αυτό. Μπορεί να είναι παροδικός ή συνεχής και να παρουσιάζεται σε μεγάλη ή μικρή έκταση. Εξαρτάται κυρίως από τη θερμοκρασία του… … Dictionary of Greek
πήζω — Ν 1. κάνω κάτι να στερεοποιηθεί, να μεταβληθεί από ρευστό σε στερεό («πήζω το γάλα») 2. μεταβάλλομαι από ρευστό σε στερεό («έπηξε η κρέμα») 3. μτφ. α) (για χώρο) γεμίζω πάρα πολύ, γεμίζω ασφυκτικά (α. «έπηξε η πλατεία από κόσμο» β. «έπηξε η… … Dictionary of Greek