Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπο-προ-βάλλω

  • 1 ἀπο-προ-βάλλω

    ἀπο-προ-βάλλω (s. βάλλω), weit wegwerfen, Ap. Rh. 3, 1311.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπο-προ-βάλλω

  • 2 προ-απο-βάλλω

    προ-απο-βάλλω (s. βάλλω), vorher wegwerfen (?).

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προ-απο-βάλλω

  • 3 βάλλω

    βάλλω, [tense] fut. βᾰλῶ (in [dialect] Att. Prose only in compds.), [dialect] Ion.
    A

    βαλέω Il. 8.403

    ,

    βαλλήσω Ar.V. 222

    , 1491: [tense] aor. 2 ἔβᾰλον, [dialect] Ion.

    προ-βάλεσκε Od. 5.331

    ; later [tense] aor. 1

    ἔβαλα LXX3 Ki.6.1

    (5.18); [dialect] Ep. and [dialect] Ion. inf.

    βαλέειν Il.2.414

    ,al., Hdt.2.111,al., but

    βαλεῖν Il.13.387

    , 14.424; opt. βλείης in Epich.219, part.

    βλείς Id.176

    , as if from ἔβλην (v. συμβάλλω): [tense] pf. βέβληκα: [tense] plpf. ἐβεβλήκειν, [dialect] Ep.

    βεβλήκειν Il.5.661

    :—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.

    βαλλέσκετο Hdt.9.74

    : [tense] fut. βᾰλοῦμαι ([etym.] προ-) Ar.Ra. 201, ([etym.] ἐπι-) Th.6.40, etc., [dialect] Ep. βαλεῦμαι ([etym.] ἀμφι-) Od.22.103: [tense] aor. 2 ἐβᾰλόμην, [dialect] Ion. imper.

    βαλεῦ Hdt.8.68

    .γ, used mostly in compds.:—[voice] Pass., [tense] fut.

    βληθήσομαι X.HG7.5.11

    , ([etym.] δια-) E.Hec. 863; also

    βεβλήσομαι Id.Or. 271

    , Hld.2.13, ([etym.] δια-) D.16.2; part.

    δια-βεβλησόμενος Philostr. VA6.13

    ([dialect] Ep. [tense] fut. ξυμ-βλήσομαι, v. συμβάλλω): [tense] aor.

    ἐβλήθην Hdt.1.34

    , Th.8.84, etc.: Hom. also has an [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.,

    ἔβλητο Il.11.675

    ,

    ξύμβλητο 14.39

    ; subj.

    βλήεται Od.17.472

    ; opt. βλῇο or

    βλεῖο Il.13.288

    ; inf.

    βλῆσθαι 4.115

    ; part.

    βλήμενος 15.495

    : [tense] pf. βέβλημαι, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.

    βεβλήαται 11.657

    (but [ per.] 3sg. h.Ap.20), opt.

    δια-βεβλῇσθε And.2.24

    : [tense] plpf. ἐβεβλήμην ([etym.] περι-) X.HG7.4.22, ([etym.] ἐξ-) Isoc.18.17; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.

    περι-εβεβλέατο Hdt.6.25

    .—[dialect] Ep. [tense] pf. βεβόλημαι in special sense, v. βολέω.
    A [voice] Act., throw:
    I with acc. of person or thing aimed at, throw so as to hit, hit with a missile, freq. opp. striking with a weapon in the hand,

    βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495

    ;

    τὸν βάλεν, οὐδ' ἀφάμαρτε 11.350

    , cf. 4.473, al.; so even in

    ἐγγύθεν ἐλβὼν βεβλήκει.. δουρί 5.73

    ; and

    δουρὶ ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε 16.807

    ; but later opp. τοξεύειν, D.9.17, X.An.4.2.12; ἐκ χειρὸς β. ib.3.3.15: c. dat. instrumenti, β. τινὰ δουρί, πέτρῳ, κεραυνῷ, etc., Il.13.518, 20.288, Od.5.128, etc.:

    βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Il.8.514

    : c. dupl. acc. pers. et partis,

    μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ 11.583

    : c. acc. partis only, 5.19, 657; so

    τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν.. βάλεν ἰῷ Od.22.15

    ;

    δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος Il. 11.144

    : c. acc. cogn.,

    ἕλκος.., τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ 5.795

    ; also βάλε Τυδεΐδαο κατ' ἀσπίδα smote upon it, ib. 281.
    2 less freq. of things,

    ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον 23.502

    ; of drops of blood, 11.536, cf. A.Ag. 1390: metaph.,

    κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος E.IT 1200

    , cf. HF 1219; of the sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [θάμνους] Od.5.479;

    ἔβαλλε.. οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885

    (so [voice] Pass.,

    σελήνη.. δι' εὐτρήτων βαλλομένη θυρίδων AP5.122

    (Phld.)); strike the senses, of sound,

    ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535

    , cf. S.Ant. 1188, Ph. 205 (lyr.); of smell,

    ὀσμὴ β. τινά Id.Ant. 412

    ;

    τάχ' ἂν πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας β. Id.Fr. 538

    .
    3 metaph., β. τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, smite with reproaches, etc., Id.Aj. 1244, E.El. 902, Ar. Th. 895;

    στεφάνοις β. τινά Pi.P.8.57

    (hence metaph., praise, Id.O.2.98);

    φθόνος βάλλει A.Ag. 947

    ;

    φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν Ach.Tat. 2.37

    .
    II with acc. of the weapon thrown, cast, hurl, of missiles, rare in Hom.,

    βαλὼν βέλος Od.9.495

    ;

    χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών Il.5

    . 346, cf. Od.20.62;

    ἐν νηυσὶν.. πῦρ β. Il.13.629

    : c. dat., of the weapon, throw or shoot with a thing,

    οἱ δ' ἄρα χερμαδίοισι.. βάλλον 12.155

    ;

    βέλεσι Od.16.277

    : in Prose abs., β. ἐπί τινα throw at one, Th.8.75;

    ἐπὶ σκοπόν X.Cyr.1.6.29

    ;

    ἐπίσκοπα Luc.Am.16

    ; alone,

    οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον Th.4.33

    : c. gen., βάλλοντα τοῦ σκοποῦ hitting the mark, Pl.Sis. 391a.
    2 generally of anything thrown,

    εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον Il.1.314

    ;

    τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε Od.14.429

    ; [

    νῆα] β. ποτὶ πέτρας 12.71

    ; εὐνὰς β. throw out the anchor-stones, 9.137; β. σπόρον cast the seed, Theoc.25.26;

    β. κόπρον POxy.934.9

    (iii A. D.): hence

    β. ἀρούρας

    manure,

    PFay.118.21

    (ii A. D.): metaph.,

    ὕπνον.. ἐπὶ βλεφάροις β. Od.1.364

    ;

    β. σκότον ὄμμασι E.Ph. 1535

    (lyr.);

    β. λύπην τινί S.Ph.67

    .
    b of persons, β. τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, Il.8.156, Od. 22.188;

    γῆς ἔξω β. S.OT 622

    ;

    β. τινὰ ἄθαπτον Id.Aj. 1333

    ;

    ἄτιμον Id.Ph. 1028

    :—[voice] Pass.,

    ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος AP5.164

    (Mel.);

    βεβλημένος

    on a sick-bed,

    Ev.Matt.8.14

    : then metaph.,

    ἐς κακὸν β. τινά Od. 12.221

    ;

    ὅς με μετ'.. ἔριδας καὶ νείκεα β. Il.2.376

    ; β. τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον, A.Pr. 390, E.Tr. 1058; also ἐν αἰτίᾳ or αἰτίᾳ β. τινά, S.OT 657, Tr. 940 (but in E.Tr. 305 β. αἰτίαν ἔς τινα)

    ; κινδύνῳ β. τινά A.Th. 1053

    .
    3 let fall,

    ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306

    , cf. 23.697;

    β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198

    , cf. 114;

    κατὰ βλεφάρων β. δάκρυα Thgn. 1206

    ;

    κατ' ὄσσων E.Hipp. 1396

    ;

    αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ β. A.Fr. 183

    ; β. τοὺς ὀδόντας cast, shed them, Arist.HA 501b2, etc.; so βάλλειν alone, ib. 576a4;

    βοῦς βεβληκώς SIG958.7

    ([place name] Ceos).
    5 of animals, push forward or in front,

    τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλών Il.23.572

    ; πλήθει πρόσθε βαλόντες (sc. ἵππους) ib. 639;

    βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44

    : metaph.,

    β. ψυχὰν ποτὶ κέρδεα BionFr.5.12

    .
    6 in a looser sense, put, place, with or without a notion of haste,

    τὼ μὲν.. βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων Il.5.574

    , cf. 17.40, 21.104;

    μῆλα.. ἐν νηΐ β. Od.9.470

    ;

    ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς β. E.Rh. 721

    (lyr.);

    φάσγανον ἐπ' αὐχένος β. Id.Or.51

    ;

    τοὺς δακτύλους εἰς τὰ ὦτα Ev.Marc.7.33

    ; β. πλίνθους lay bricks, Edict.Diocl.7.15; pour,

    οἶνον εἰς ἀσκούς Ev.Matt.9.17

    ;

    εἰς πίθον Arr.Epict.4.13.12

    , cf. Dsc.1.71.5 (v.l. for ἐμβ.): metaph.,

    ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513

    ; ὅπως.. φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put friendship between them, 4.16;

    μαντεύσομαι ὡς ἐνὶ θυμῷ ἀθάνατοι βάλλουσι Od.1.201

    ;

    ἐν καρδίᾳ β. Pi.O.13.16

    ; but also θυμῷ, ἐς θυμὸν β., lay to heart, A.Pr. 706, S.OT 975.
    b esp. of putting round,

    ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα Il.5.722

    ; of clothes or arms,

    ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις.. βάλ' αἰγίδα 18.204

    ; put on,

    φαιὰ ἱμάτια Plb. 30.4.5

    .
    d pay, PLond.3.1177 (ii A. D.), POxy.1448.5 (iv A. D.).
    7 of dice, throw,

    τρὶς ἓξ βαλεῖν A.Ag.33

    , cf. Pl.Lg. 968e;

    ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp. 330

    : so prob. ψῆφος βαλοῦσα, abs., by its throw, A.Eu. 751: metaph., εὖ or

    καλῶς βάλλειν

    to be lucky, successful,

    Phld.

    lr.p.51 W., Rh.1.10 S.
    III intr., fall,

    ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722

    , cf. A.R.2.744, etc.; ἄνεμος κατ' αὐτῆς (sc. νεώς)

    ἔβαλε Act.Ap.27.14

    ; [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας having run round the post, Il.23.462; ἐγὼ δὲ.. τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) A.Ag. 1172 (lyr.); λίμνηθεν ὅτ' εἰς ἁλὸς οἶδμα βάλητε arrive at.., A.R.4.1579; εἴσω β. enter a river's mouth, Orac. ap.D.S.8.23; βαλὼν κάθευδε lie down and sleep, Arr.Epict.2.20.10; τί οὖν, οὐ ῥέγκω βαλών; ib.4.10.29;

    βαλὼν ἐπὶ τῆς στιβάδος ἐπεχείρει καθεύδειν Anon.

    ap. POxy.1368.51; cf. A. 11.4.
    2 in familiar language,

    βάλλ' ἐς κόρακας

    away with you! be hanged!

    Ar.V. 835

    , etc.;

    βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma. 293a

    , cf. Men.Epit. 389.
    B [voice] Med., put for oneself, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι that thou may'st lay it to heart, Il.20.196, cf. Od.12.218;

    σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν Hes.Op. 107

    ;

    εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσὶ.. βάλλεαι Il.9.435

    ;

    ἐς θυμὸν βαλέσθαι τι Hdt.1.84

    , etc.; εἰς or ἐπὶ νοῦν, εἰς μνήμην, Plu.Thes. 24, Jul.Or.2.58a, etc. (v. supr. A.11.6); ἐπ' ἑωυτῶν βαλόμενοι on their own responsibility, Hdt.4.160, cf. 3.71, al.; ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, v. l. for ἐβόλοντο in Od.1.234;

    θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο Q.S.1.610

    .
    2 τόξα or ξίφος ἀμφ' ὤμοισιν βάλλεσθαι throw about one's shoulder, Il.10.333, 19.372, etc.;

    ἐπὶ κάρα στέφη β. E.IA 1513

    (lyr.).
    4 lay as foundation,

    κρηπῖδα βαλέσθαι Pi.P.7.3

    , cf. 4.138, Luc.Hipp.4; also, lay the foundations of, begin to form,

    οἰκοδομίας Pl.Lg. 779b

    ;

    χάρακα Plb.3.105.10

    , Poll. 8.161; simply, build,

    ἱερὸν περί τι Philostr.VA4.13

    ; β. ἄγκυραν cast anchor, Hdt.9.74, etc.;

    καθάπερ ἐξ ἀγκυρῶν βαλλόμενος ψυχῆς δεσμούς Pl.Ti. 73d

    .
    II rarely, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς dash oneself with water, bathe, h.Cer.50 (but

    λουτρὰ ἐπὶ χροῒ βαλεῖν E.Or. 303

    ). (Arc. - δέλλω in ἐς-δέλλοντες, = ἐκ-βάλλοντες, IG5(2).6.49: ζέλλειν· βάλλειν, Hsch. Root g[uglide]el- 'throw', Skt. galati 'trickle', OHG. quellan 'spurt up', Lith. gulēti 'lie'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάλλω

  • 4 ἀποπροβάλλω

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀποπροβάλλω

  • 5 προαποβάλλω

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > προαποβάλλω

  • 6 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 7 ἐκβάλλω

    ἐκβάλλω fut. ἐκβαλῶ; 2 aor. ἐξέβαλον; plpf. ἐκβεβλήκειν Mk 16:9. Pass.: 1 fut. ἐκβληθήσομαι; aor. ἐξεβλήθην; pf. 3 sg. ἐκβέβληται (Just.), ptc. ἐκβεβλημένος (Hom.+) gener. ‘to throw out’, then
    force to leave, drive out, expel, τινά (SIG 1109, 95; PTebt 105, 31; Gen 3:24 al.; Jos., Bell. 1, 31, Ant. 1, 58) Mt 21:12 (Chariton 3, 2, 12 πάντας ἐ. fr. the temple of Aphrodite; Lysimachus: 621 Fgm. 1, 306 Jac. [in Jos., C. Ap. 1, 306] God demands that the Egyptian king ἐκβάλλειν ἐκ τῶν ἱερῶν those who are unclean; CRoth, Cleansing of the Temple and Zech 14:21: NovTest 4, ’60, 174–81; for lit. on Jesus’ action s. DSeeley, CBQ 55, ’93, 263 n. 1); Mk 1:12 is perh. to be understood in this sense, cp. Gen 3:24, but s. 2 below; Mk 5:40; 11:15; Lk 19:45; 20:12. Pass. Mt 9:25; Hs 1, 4; 9, 14, 2. τινὰ or τὶ ἔκ τινος (Dio Chrys. 49 [66], 3; SIG 317, 12; PLond III, 887, 6 p. 1 [III B.C.]; PMagd 12, 11=PEnteux 54, 11; Ex 6:1; Num 22:6 al.; Philo, Cher. 10) J 2:15; Hs 8, 7, 5. ἀπό τινος (Ex 23:31; Num 22:11; 2 Ch 11:16; Philo, Det. Pot. Ins. 163; Jos., Ant. 13, 352; Just., D. 92, 2 ἀπὸ τῆς Ἰερουσαλήμ) Ac 13:50. ἔξω τινός out of someth. (Lev 14:40; 1 Macc 13:47 v.l.): a city (Hyperid. 5:31) Lk 4:29; Ac 7:58; cp. Hs 1:6; ἐ. ἔξω (without amplification as 2 Ch 29:16) J 6:37; 9:34f (s. below); Ac 9:40. Pass. Lk 13:28; J 12:31 (βάλλω P66 et al.). W. the destination given ἐ. εἴς τι drive someone out into someth. (Dt 29:27; 2 Ch 29:16; Jer 22:28; Mel., P. 48): into the darkness outside (cp. En 10:4) Mt 8:12; 22:13; 25:30.—From a vineyard Mt 21:39; Mk 12:8; Lk 20:15; in these three passages throw out, toss out is prob. meant.—Mid., throw someth. overboard to save oneself: Ac 27:38 grain (the act. in this sense Diod S 3, 40, 5; τὰ ὑπάρχοντα En 101:5; Jos., Bell. 1, 280).—Used esp. of the expulsion of spirits who have taken possession of a pers. (Jos., Ant. 6, 211; Just. A II, 10, 6 δαίμονας … ἐκβαλὼν τῆς πολιτείας; PGM 4, 1227 πρᾶξις γενναία ἐκβάλλουσα δαίμονας; 1252; 1254) Mt 8:31; 9:33f; 10:1, 8; 12:26; 17:19; Mk 1:34, 39, 43; 3:15, 23; 6:13; 7:26 (ἔκ τινος); 9:18, 28; 16:9 (παρά τινος); Lk 9:40; 11:14; 13:32. W. the means given (Lucian-Epigr. in Anth. Pal. 11, 427 δαίμονα ἐ. δυνάμει) τῷ σῷ ὀνόματι by your name Mt 7:22. λόγῳ with a word 8:16. For this ἔν τινι by someone or someth. by the ruler of the evil spirits 9:34; Mk 3:22; by Beelzebul Mt 12:24, 27; Lk 11:15, 18f; by the name of Jesus Mk 9:38; 16:17; Lk 9:49; by the finger of God Lk 11:20; cp. vs. 19; ἐν πνεύματι θεοῦ Mt 12:28.—GSterling, Jesus as Exorcist: CBQ 55, ’93, 467–93.— Expel someone fr. a group, repudiate someone (Pherecyd. 83 Zeus expels insolent deities) a servant girl Gal 4:30 (Gen 21:10); a wife (Demosth. 59, 63; 83; Diod S 12, 18, 1; BGU 1050, 15; PGiss 2, 23; Lev 21:7; Pr 18:22a; Sir 7:26; Jos., Ant. 16, 215; 17, 78) Agr 18; ἐκ τ. ἐκκλησίας ἐ. 3J 10 (cp. POxy 104, 17; Jos., Bell. 2, 143). Vss. J 9:34f, referred to above, prob. belong here too, since the Johannine love of multiple meaning has combined the mngs. drive out of the audience-room and expel from the synagogue.—Idiom: λόγους ἐ. εἰς τὰ ὀπίσω cast words behind oneself=pay no attention to them 1 Cl 35:8 (Ps 49:17); ἐ. τὸ ὄνομα disdain, spurn the name Lk 6:22 (cp. Pla., Crito 46b and Rep. 2, 377c; Soph., Oed. Col. 636; 646); difft., Wlh. ad loc.; s. Black, An Aramaic Approach3, ’67, 135f, w. special ref. to Dt 22:14, 19.
    to cause to go or remove from a position (without force), send out/away, release, bring out (PRyl 80, 1 [I A.D.] ἐκβάλετε … ὑδροφύλακας; 1 Macc 12:27) workers Mt 9:38; Lk 10:2 (cp. PMich 618, 15f [II A.D.]); send away Js 2:25; release Ac 16:37; lead out (Μαρτύριον τῆς ἁγ. Αἰκατερίνας 18 p. 17 Viteau: ἐκέλευσεν ὁ βας. ἐκβληθῆναι αὐτὴν ἐκ τ. φυλακῆς; Theophanes, Chron. 388, 28) Mk 1:12 (but s. 1 above); bring out of sheep J 10:4 (cp. Hs 6, 2, 6; Longus 3, 33, 2 προσέβαλλε ταῖς μητράσι τοὺς ἄρνας; BGU 597, 4 ἵνα βάλῃ τὸν μόσχον πρὸ τ. προβάτων).
    to cause someth. to be removed from someth., take out, remove (1 Macc 13:48; Diosc. 1, 50; s. Rydbeck 155–58; 184) a beam or splinter ἐκ τ. ὀφθαλμοῦ Mt 7:4f; Lk 6:42; Ox 1 verso, 2 (ASyn. 68, 44) (cp. GTh 26; Aesop. p. 28 Ursing ἐκβάλλεις ἄκανθα[ν] ἐκ ποδῶν μου); bring out τὶ someth. (Horapollo 2, 105; TestAbr A 6, p. 83, 23 [Stone p. 14] ἐκ τοῦ κόλπου ‘[pearls] out of the purse’) ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐ. τὰ ἀγαθά out of the good treasure (=the tr. of the good) that which is good Mt 12:35; 13:52; take out a sum of money Lk 10:35. Of an eye, tear out and throw away Mk 9:47 (Syntipas p. 101, 2; cp. La 3:16 ἐ. ὀδόντας). Of material in the body (Ps.-Plut., Hom. 205; schol. on Nicander, Alexiph. 485; cp. Ps.-Aristot., Mirabilia 6 οἱ κυνηγοὶ εἰς ἀγγεῖον αὐτὴν [=τὴν τοῦ ἀνθρώπου κόπρον] ἐμβάλοντες=the hunters let their excrement fall into a pot.—ἐκβ. τι=let someth. fall Diog. L. 6, 35) evacuate Mt 15:17.
    to pay no attention to, disregard τὴν αὐλὴν τὴν ἔξωθεν τοῦ ναοῦ ἔκβαλε ἔξωθεν leave out (of consideration) the outer court of the temple Rv 11:2 (Epicurus in Diog. L. 10, 147 ἐ. τι=disregard someth.; M. Ant. 12, 25 βάλε ἔξω τὴν ὑπόληψιν=do not concern yourself about … ; Mitt-Wilck. II/2, 372 VI, 22f [II A.D.] τὸ ἀναγνωσθὲν δάνειον ἐκβάλλω=I pass over, omit. On the belief of Jerusalem’s inhabitants that the temple could be saved, while the beleagured city was ruined, s. Jos., Bell. 5, 459).
    to bring someth. about, cause to happen, bring ἐ. εἰς νῖκος τὴν κρίσιν lead justice on to victory Mt 12:20 (s. κρίσις 3).—B. 713. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐκβάλλω

  • 8 καταβολή

    καταβολή, ῆς, ἡ (s. καταβάλλω; Hippocr., Demosth. et al.; ins, pap, 2 Macc 2:29; AssMos Fgm. a=Tromp p. 272; EpArist, Philo, Joseph.; Just., D. 102, 4 τῇ ἐπὶ τοῦ πύργου καταβολῇ [s. καταβάλλω 2]; Ath., R. 17 p. 69, 6).
    the act of laying someth. down, with implication of providing a base for someth., foundation. Readily connected with the idea of founding is the sense beginning (Jos., Bell. 2, 260 ἀποστάσεως καταβολή) τ. καταβολὴν τ. στάσεως ποιεῖν be responsible for beginning the dissension (cp. Polyb. 13, 6, 2 καταβολὴν ἐποιεῖτο τυραννίδος) 1 Cl 57:1. Esp. καταβολὴ κόσμου (Plut., Mor. 956a ἅμα τῇ πρώτῃ καταβολῇ τ. ἀνθρώπων): ἀπὸ καταβολῆς κόσμου from the foundation of the world (Theoph., Ant. 3, 26 [p. 258, 27]; difft., Polyb. 1, 36, 8; 24, 8, 9; Diod S 12, 32, 2—all three ἐκ καταβολῆς) Mt 13:35; 25:34; Lk 11:50; Hb 4:3; 9:26; Rv 13:8; 17:8; B 5:5. πρὸ καταβολῆς κόσμου (AssMos Fgm. a) J 17:24; Eph 1:4; 1 Pt 1:20.—OHofius, ZNW 62, ’71, 123–38. Also abs. (without κόσμου, s. κόσμος 3; cp. EpArist 129) Mt 13:35 v.l. This may be the mng. of Hb 11:11, where it is said of Sarah δύναμιν εἰς καταβολὴν σπέρματος ἔλαβεν she received the ability to establish a posterity (s. NRSV mg.). But
    κ., a t.t. for the sowing of seed, used of begetting (τοῦ σπέρματος [εἰς γῆν ἢ μήτραν M. Ant. 4, 36]: Plut., Mor. 320b σπορὰ κ. καταβολή of the procreation of Romulus by Ares and Silvia; 905e; Ps.-Lucian, Amor. 19; Galen, Aphorism. 4, 1, XVII/2, 653 K.; cp. Philo, Op. M. 132; Epict. 1, 13, 3; Herm. Wr. 9, 6; Ath., R. 17 p. 69, 6 σπερμάτων καταβολήν; s. Field, Notes 232). If this mng. is correct for Hb 11:11, there is prob. some error in the text, since this expression could not be used of Sarah, but only of Abraham (e.g. αὐτῇ Σάρρᾳ=‘together w. Sarah’ is read by W-H. margin; Riggenbach; Michel; B-D-F §194, 1. This use of the dat. is found in Thu., X. et al., also Diod S 20, 76, 1; Appian, Samn. 7 §2; Polyaenus 6, 18, 2; 7, 15, 3; 8, 28; Theod. Prodr. 6, 148 H. αὐτῇ Ῥοδάνῃ). Windisch, Hdb. ad loc. and s. αἷμα 1a.—MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 83–89.—DELG s.v. βάλλω. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > καταβολή

См. также в других словарях:

  • λαοπρόβλητος — η, ο αυτός που αναδείχθηκε από τον λαό, ο εκλεκτός τού λαού («λαοπρόβλητος ηγέτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πρόβλητος (< προ βάλλω), πρβλ. εθνο πρόβλητος, θεο πρόβλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • προβαλλός — και, κατά τον Φώτ., πρόβαλλος και, κατά τον Ησύχ., προβάλους, ὁ, Α καθετί που τοποθετείται μπροστά από κάποιον προκειμένου να τόν προστατεύσει και, κυρίως, η ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • πρόβολος — ον, Α βλ. πρόβολος. ο, ΝΑ, και πρόβολος, ον, Α νεοελλ. 1. ναυτ. πλάγιος ιστός που προεξέχει από την πλώρη ιστιοφόρου πλοίου, κν. μπομπρέσο 2. τεχνολ. α) (στη γεφυροποιία) η προεξοχή που κατασκευάζεται κυρίως στα υποβρύχια τμήματα τών μεσοβάθρων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»