-
1 ἀπο-πολεμέω
ἀπο-πολεμέω, von etwas herabkämpfen, Plat. Phaedr. 260 b τοῦ ὄνου.
-
2 πολεμέω
Aπολεμέεσκε Acus.22J.
: [tense] fut.- ήσω X.An.2.6.5
: [tense] pf.πεπολέμηκα Arist.Rh. 1396a11
, Ephipp.9:—[voice] Med., [tense] aor. ἐπολεμησάμην ([etym.] κατ-) Plb.11.31.6:—[voice] Pass.,πολεμηθήσομαι Id.2.41.14
, etc.; πολεμήσομαι in pass. sense, Th.1.68,8.43, D.23.110: [tense] aor.ἐπολεμήθην Th.5.26
: [tense] pf. πεπολέμημαι ([etym.] κατα-) Id.6.16: ([etym.] πόλεμος):— to be at war or make war, Id.1.140, etc.; ἀφ' ἡσυχίας πολεμῆσαι ib. 124; opp. εἰρήνην ἄγειν, Id.5.76; τινι with one, Hdt.6.37, IG22.236.19, etc.;πολεμοῦσαι πρὸς ἀλλήλας πόλεις X.Vect.5.8
, cf. Pl.Lg. 686b, SIG182.12 (Argos, iv B.C.), etc.; μετά τινος or σύν τινι in conjunction with.., X.HG7.1.27, An.2.6.5;περὶ τῆς ἀρχῆς π. Hdt. 6.98
.2 fight, do battle,ἀπὸ τῶν ἵππων Pl.Prt. 350a
; ἀπὸ [καμήλων] X.Cyr.7.1.49; but ἀφ' ὅτου πολεμήσωμεν what our means of war are, And.3.16.3 generally, quarrel, wrangle with one, X.Cyr.1.3.11;π. χρείᾳ S.OC 191
(anap.), cf. E. Ion 1386;τισὶν ὑπέρ τινος D.18.31
: metaph. of disease, Gal.1.103.II later c. acc., make war upon,τὴν πόλιν Din.1.36
codd.;τὰς Ἀθήνας D.S.4.61
, cf. 13.84, 14.37, LXX 1 Ma.5.30, etc.;τὰς Συρακούσας Plb.1.15.10
, etc.: metaph.,τὰς σταφυλάς Alciphr.3.22
:—[voice] Pass., also in early writers, have war made upon one, to be treated as enemies, Th.1.37, X. HG7.4.20;ὑπό τινων Isoc.5.49
;καὶ αὐτοὶ.. ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι D.18.43
;αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ' ὑμῶν δὲ μὴ πολεμεῖσθαι Id.9.9
;- ηθείσης τῆς χώρας OGI748.8
(Cyzicus, iii B.C.).2 c. acc. cogn.,πόλεμον π. Pl.R. 551d
, Arist.l.c., etc.:—[voice] Pass., [πολέμους] τοὺς ἐπὶ Θησέως πολεμηθέντας X.Mem.3.5.10
;κατὰ θάλατταν ὁ π. ἐπολεμεῖτο Id.HG5.1.1
, cf. Pl.R. 600a; ὅσα ἐπολεμήθη whatever hostilities took place, X.An.4.1.1; , cf. 3.6.—The form used by Poets is πολεμίζω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμέω
-
3 πολεμέω
πολεμέω, Krieg führen, kriegen; absolut, im Ggstz von εἰρήνην ἄγειν, Thuc. 5, 76 u. Folgde; ἀπὸ τῶν ἵππων, Plat. Prot. 350 a; auch πόλεμόν τινα πολεμεῖν, Rep. VIII, 551 d; pass., οὗτος ὁ πόλεμος οὕτως ἐπολεμήϑη, Menex. 243 e; τὰ περὶ Πύλον ἐπ ολεμεῖτο, Thuc. 4, 23; τοὺς πλείστους πολέμους πεπολεμηκυῖα, Plut. Timol. 2; – mit Einem, τινί, die gewöhnl. Vrbdg bei Her., Thuc. u. Folgdn; auch zuweilen ἐπί τινα, Xen. Anab. 3, 1, 5 u. auch 1, 3, 4 die richtige Lesart; πρός τινα, Plat. Legg. III, 686 b; Isocr. 4, 69; vgl. Thuc. 1, 141. – Mit einem accus., τινά, bekriegen, feindselig behandeln, Sp., wie Pol. 1, 15, 10 Plut. Sull. 3 u. sonst; pass., ἦγον τὴν εἰρήνην ἄσμενοι, ἐκ πολλοῠ πολεμούμενοι, Dem. 18, 43, der vrbdt αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ' ὑμῶν δὲ μὴ πολεμεῖσϑαι, 9, 9; εἰ ἀμφοτέρωϑεν πολεμοῖντο, Xen, Hell. 7, 4, 20; das fut. πολεμήσομαι in pass. Sinne steht Thuc. 1, 68. 3, 43. – Häufig wird es auch von Wortstreitigkeiten, selbst über einen wissenschaftlichen Gegenstand gebraucht, wie Xen. Cyr. 1, 3, 12; vgl. Plut. Thes. 10; a. Sp.
-
4 πολεμεω
эп. πτολεμέω (fut. med. πολεμήσομαι и fut. 3 πεπολεμήσομαι в знач. pass.)1) вести войну, воеватьπ. σύν τινι и μετά τινος Xen. — воевать в союзе с кем-л., но π. μετά τινος NT. воевать против кого-л.;κατὰ θαλατταν ὅ πόλεμος ἐπολεμεῖτο Xen. — война велась на море;ὅσα ἐπολεμήθη πρὸς τοὺς Ἕλληνας Xen. — военные действия против греков2) сражатьсяπ. ἀπὸ τῶν ἵππων Plat. — сражаться в конном строю
3) идти войной, нападать(τὰς Ἀθήνας Diod.; Ῥωμαίους Polyb.)
4) перен. воевать, враждовать, бороться, спорить(τινι ὑπέρ τινος Dem.)
μέ χρείᾳ πολεμῶμεν Soph. — не будем бороться с необходимостью -
5 ἀποπολεμέω
-
6 αποπολεμεω
См. также в других словарях:
καταπολεμώ — καταπολεμάω / καταπολεμώ (παρατατ. ούσα), καταπολέμησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: καταπολεμώ, καταπολεμώμαι : παρά το γεγονός ότι προέρχεται από το αρχαίο ρ. πολεμέω, πολεμούμαι, έχει επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική η κλίση σε ώμαι (βλ. π.χ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπολεμώμαι — καταπολεμώμαι, καταπολεμήθηκα βλ. πίν. 61 και πρβλ. καταπολεμιέμαι Σημειώσεις: καταπολεμώ, καταπολεμώμαι : παρά το γεγονός ότι προέρχεται από το αρχαίο ρ. πολεμέω, πολεμούμαι, έχει επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική η κλίση σε ώμαι (βλ. π.χ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής