Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀπο-μάχομαι

  • 1 απομαχομαι

        1) (с какого-л. возвышенного места) вести бой, сражаться
        

    (ἐξ ὕψους Thuc.; ἐκτῶν πλοίων Polyb.)

        2) защищаться, обороняться, оказывать решительное сопротивление
        

    (τινι и πρός τινα Plut.)

        3) отбивать, отражать
        

    (τι Her. и τινα Xen.)

        τὰ μὲν δεόμενοι, τὰ δ΄ ἀπομαχόμενοι Plut. — одних останавливая уговорами, а других силой

    Древнегреческо-русский словарь > απομαχομαι

  • 2 εμφανής

    ης, ες
    1) видный, заметный;

    εις εμφανές μέρος — навидном месте;

    2) явный, очевидный, ясный;
    § εκ (или

    από)тоб εμφανούς — открыто;

    μάχομαι εκ τού εμφανούς — открыто бороться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εμφανής

  • 3 θάνατος

    ο
    1) смерть (тж. о животном, растении); кончина;

    φυσικός (βίαιος) θάνατος — естественная (насильственная) смерть;

    αίφνίδιος θάνατος — скоропостижная смерть;

    μετά -ατον посмертно;
    σε περίπτωση -ατού в случае (или на случаи) смерти; 2) перен. смерть, гибель;

    πολιτικός θάνατος — гражданская смерть;

    ηθικός θάνατος — нравственное падение;

    αυτό είναι θάνατος γιά μάς — это для нас гибель, катастрофа;

    του είναι θάνατος η παύση του από την εργασία — увольнение с работы для него равносильно смерти;

    3) потеря (разума, рассудка и т. п.);

    θάν της μνήμης — потеря памяти;

    § σιγή -ατού гробовое молчание;
    μισώ μέχρι -ατού смертельно ненавидеть; μάχομαι μέχρι -ατού сражаться не на жизнь, а на смерть; είμαι μεταξύ ζωής και -ατού быть между жизнью и смертью;

    είναι γιά θάνατο — его дни сочтены (о больном);

    καταδικάζω σε θάνατό — выносить смертный приговор

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θάνατος

См. также в других словарях:

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • πεζομαχώ — πεζομαχῶ, έω, ΝΑ [πεζομάχος] μάχομαι στην ξηρά, δίνω μάχη με το πεζικό αρχ. μάχομαι από το κατάστρωμα πλοίου όπως από ξηράς …   Dictionary of Greek

  • προμαχίζω — Α [πρόμαχος] 1. μάχομαι μπροστά από κάποιον ή μάχομαι στην πρώτη γραμμή («Τρωσὶν μὲν προμάχιζεν Ἀλέξανδρος θεοειδής», Ομ. Ιλ.) 2. μάχομαι ως πρόμαχος με κάποιον άλλο («Ἕκτορ, μηκέτι πάμπαν Ἀχιλλῆϊ προμάχιζε, ἀλλὰ κατὰ πληθὺν... δέδεξο», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • ψυχομαχώ — ψυχομαχῶ, έω, ΝΜΑ, και ψυχομαχάω Ν είμαι ετοιμοθάνατος, πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ (α. «ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει», δημ. τραγούδι β. «πάτερ, ὡς λέγουν, ἐκ παντὸς ψυχομαχεῑ ἀδελφός μου», Πρόδρ. γ. «τινὰς μὲν δικαίους ψυχομαχοῡντας …   Dictionary of Greek

  • λυσίμαχος — I (Πέλλα 361 – Κύρου πεδίον, Φρυγία Μικράς Ασίας 281 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός, ηγεμόνας (323 305 π.Χ.) και κατόπιν βασιλιάς της Θράκης (305 281) και της Μακεδονίας (286 281). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην Ασία ως σωματοφύλακάς του, όπου… …   Dictionary of Greek

  • μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»